Translate

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;

«Αλήθεια είναι η Φωνή της Φύσης και του Χρόνου –
Αλήθεια είναι o αναπάντεχος επόπτης μέσα μας –
Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς αυτήν, έρχεται απ’ τα αστέρια,
Τον χρυσαφένιο ήλιο και κάθε φύσημα της αύρας …»
(W. Thompson Bacon)
«….της Όμορφης Αλήθειας  ο αθάνατος ήλιος
Κρύβεται πότε-πότε στα σύννεφα. Όχι πως
Το φως της είναι από μόνο του λειψό, σκοτεινιάζει, όμως,
Από τις αδύναμες προκαταλήψεις μου, την πίστη μου που χωλαίνει
Και τις χιλιάδες αιτίες που
Δεν αφήνουν την καλοσύνη να ανθίσει…»
(Hannah More)

«Τι εστίν Αλήθεια;» ρώτησε ο Πιλάτος αυτόν που πρέπει να την γνώριζε, αν όσα λέει η Χριστιανική Εκκλησία είναι έστω και κατά προσέγγιση σωστά. Αλλά Εκείνος έμεινε σιωπηλός. Κι η αλήθεια που Εκείνος δεν την φανέρωσε, έμεινε κρυμμένη τόσο για τους μετέπειτα πιστούς του όσο και για τον Ρωμαίο Έπαρχο.
Η σιωπή, όμως, του Ιησού, και σε αυτή όπως και σε άλλες περιπτώσεις, δεν εμποδίζει τους σημερινούς του πιστούς να φέρονται λες και κατέχουν την υπέρτατη κι απόλυτη Αλήθεια και σαν να αγνοούν το γεγονός ότι  δεν διδάχτηκαν παρά Σοφά Λόγια που περιείχαν μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ένα μέρος που κι αυτό ακόμα ήταν κρυμμένο μέσα σε παραβολές και σκοτεινά, αν κι όμορφα, αποφθέγματα. [1]
Αυτή η τακτική οδήγησε σιγά-σιγά στον δογματισμό και σε βεβαιότητες. Δογματισμός στις εκκλησίες, δογματισμός στην επιστήμη, δογματισμός παντού. Οι πιθανές αλήθειες, θολά αντιληπτές στον κόσμο της αφαίρεσης, όμοια μ’ αυτές που συμπεραίνονται από παρατηρήσεις και πειράματα στον κόσμο της ύλης, επιβάλλονται με το ζόρι με τη μορφή  Θείας Αποκάλυψης και Επιστημονικής αυθεντίας στα πλήθη των αμύητων ανθρώπων που,  όντας υπερβολικά απασχολημένοι με άλλα πράγματα, δεν βάζουν σε λειτουργία την σκέψη τους. Ωστόσο, το ίδιο  ερώτημα παραμένει αναπάντητο από την εποχή του Σωκράτη και του Πιλάτου μέχρι τις μέρες μας που τις χαρακτηρίζει   καθολική άρνηση: υπάρχει κάποια ομάδα ανθρώπων ή κάποιος άνθρωπος που να  κατέχει την απόλυτη αλήθεια; Η λογική απαντά: «Όχι, δεν είναι δυνατόν».  Δεν υπάρχει χώρος για την απόλυτη αλήθεια για οποιοδήποτε ζήτημα σε έναν κόσμο τόσο πεπερασμένο και εξαρτώμενο όπως είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Υπάρχουν, όμως, σχετικές αλήθειες κι αυτό που πρέπει εμείς να κάνουμε είναι να τις αξιοποιούμε  όσο περισσότερο μπορούμε.
Σε κάθε εποχή έζησαν Σοφοί που κατέκτησαν το απόλυτο  αλλά που δεν μπόρεσαν να διδάξουν παρά μόνο σχετικές αλήθειες. Γιατί κανένας μέχρι τώρα, γεννημένος από θνητή μάνα στη δικιά μας φυλή, δεν είπε ανοιχτά ή δεν θα μπορούσε να έχει πει ανοιχτά την απόλυτη, την οριστική αλήθεια στους άλλους ανθρώπους, αφού καθένας  μας πρέπει να βρει την (γι’ αυτόν) τελική  γνώση μέσα του. Μια που ποτέ ο νους δυο ανθρώπων δεν μπορεί να ταυτιστεί απολύτως, καθένας πρέπει να λάβει την υπέρτατη φώτιση με τις δικές του δυνάμεις, ανάλογα με την νοητική του ικανότητα χωρίς να γίνεται ετερόφωτος κάποιου άλλου.   Ο μεγαλύτερος εν ζωή Αντέπτ μπορεί να αποκαλύψει από την Συμπαντική Αλήθεια μόνο όση μπορεί να αφομοιώσει ο νους του εκάστοτε αποδέκτη. Όχι περισσότερη. Το λατινικό ρητό που λέει  «Tot homines, quot sententiae», δηλαδή «όσοι άνθρωποι, τόσες και οι γνώμες»– ισχύει διαχρονικά. Ένας είναι ο  ήλιος, αλλά οι ακτίνες του αναρίθμητες. Κι η επίδρασή τους είναι είτε ευεργετική είτε βλαπτική, ανάλογα με την φύση και την ιδιοσυστασία των αντικειμένων πάνω στα οποία πέφτουν. Η πολικότητα είναι κάτι το συμπαντικό. Αυτό, όμως, που προκαλεί την πόλωση  βρίσκεται μέσα στη συνειδητότητά μας.  Το αν θα αφομοιώσουμε εμείς οι άνθρωποι μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της απόλυτης αλήθειας εξαρτάται από  το πόσο θα ανυψώσουμε τη συνειδητότητά μας προς αυτήν. Ωστόσο,  η ανθρώπινη συνειδητότητα  είναι σαν το ηλιοτρόπιο.  Λαχταρώντας να νοιώσει τις ζεστές ακτίνες, το φυτό στρέφεται μόνο προς τον ήλιο, γυρίζει και ξαναγυρίζει ακολουθώντας την πορεία της άπιαστης φωτεινής πηγής:  oι ρίζες του το κρατάνε γερά στη γη κι η μισή ζωή του περνάει στην σκιά…
Καθένας μας, όμως, μπορεί  σε  κάποιο βαθμό να πλησιάσει τον Ήλιο της Αλήθειας, ακόμα και πάνω στη γη, και να απορροφήσει τις πιο ζεστές και άμεσες ακτίνες του, όσο κι αν τον αγγίξουν διαφοροποιημένες μετά το μακρινό τους ταξίδι μέσα από τα μόρια της ύλης στον χώρο.  Δύο μέθοδοι υπάρχουν για να το πετύχει αυτό κανείς.
Στο φυσικό πεδίο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το νοητικό μας πολαροσκόπιο. Να αναλύσουμε τις ιδιότητες κάθε ακτίνας και  να επιλέξουμε τη γνησιότερη.  Στο πεδίο της πνευματικότητας, για να φτάσουμε στον Ήλιο της Αλήθειας πρέπει να εργαστούμε με μεγάλο  ζήλο  για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε την ανώτερη φύση μας. Ξέρουμε ότι αν αδρανοποιήσουμε λίγο-λίγο μέσα μας  τις ορέξεις της κατώτερης προσωπικότητας, νεκρώνοντας  έτσι τη φωνή του καθαρά φυσικού νου μας – του νου που είναι εξαρτημένος και προσκολλημένος στο μέσον ή στο όχημά του, δηλαδή στον οργανικό μας εγκέφαλο – ο εντός μας ζωώδης άνθρωπος  μπορεί να δημιουργήσει χώρο για τον πνευματικό νου.   Και μόλις αυτός αφυπνιστεί από τον λήθαργό του, τότε αναλόγως αναπτύσσονται  κι οι ανώτερες πνευματικές αισθήσεις κι αντιλήψεις μας, οπότε κι εξελίσσονται παράλληλα με τον «θεϊκό άνθρωπο».  Να, τί έκαναν πάντα και εξακολουθούν ακόμα να κάνουν οι μεγάλοι Αντέπτ, οι Γιόγκι της Ανατολής κι οι Δυτικοί Μυστικιστές.
Ξέρουμε, όμως, επίσης ότι, με λίγες εξαιρέσεις, κανένας κοσμικός άνθρωπος, κανένας υλιστής, δεν θα πιστέψει ποτέ ότι υπάρχουν τέτοιοι  Αντέπτ ή ότι είναι δυνατή μια τέτοια πνευματική ή ψυχική εξέλιξη. «Ο (αρχαίος) ανόητος έλεγε μέσα του ότι  δεν υπάρχει Θεός». Ο σύγχρονος λέει, «Δεν υπάρχουν Αντέπτ  στη γη, είναι γέννημα της νοσηρής φαντασίας σας». Γνωρίζοντάς το, σπεύδουμε  να καθησυχάσουμε τους αναγνώστες μας  που σκέφτονται σαν τον Άπιστο Θωμά. Τους παρακαλούμε να ψάξουν να βρουν σ’ αυτό το περιοδικό κείμενα που θα τους είναι πιο οικεία, π.χ. κείμενα διαφόρων συγγραφέων για τον Υλικό Ιδεαλισμό. [2]
Γιατί το «Λούσιφερ» προσπαθεί να ικανοποιεί τους αναγνώστες  του σε όποια «σχολή σκέψης» κι αν ανήκουν και αποδεικνύεται εξίσου  αμερόληπτο και προς τους Θεϊστές και προς τους Άθεους,  τους Μυστικιστές και τους Αγνωστικιστές, τους Χριστιανούς και τους Ειδωλολάτρες.  Τα κύρια άρθρα της σύνταξης, τα Σχόλια στο «Φως της  Ατραπού» κλπ  – δεν απευθύνονται σε Υλιστές. Απευθύνονται σε Θεόσοφους ή σε αναγνώστες που γνωρίζουν βαθειά μέσα τους ότι οι Δάσκαλοι της Σοφίας όντως υπάρχουν: κι ότι, μολονότι η απόλυτη αλήθεια δεν βρίσκεται πάνω στη γη αλλά πρέπει να την αναζητήσει κανείς σε ανώτερες περιοχές, εξακολουθούν να υπάρχουν, ακόμα και σ’ αυτή την ανόητη, αέναα περιστρεφόμενη μικρή μας σφαίρα, κάποια πράγματα που ούτε καν τα ονειρεύονται οι Δυτικές φιλοσοφίες.
Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Το συμπέρασμα είναι ότι, μολονότι «η καθολική αφηρημένη αλήθεια είναι η πολυτιμότερη ευλογία» για  πολλούς από μας, όπως ήταν για τον Ρουσσώ, πρέπει, στο μεταξύ, να αρκούμαστε στις σχετικές αλήθειες. Στην πραγματικότητα, στην καλύτερη περίπτωση δεν είμαστε  παρά ένα δύσμοιρο σύνολο θνητών  που πάντα νοιώθουμε τρόμο απέναντι ακόμα και στη σχετική αλήθεια, γιατί φοβόμαστε μήπως μας καταβροχθίσει,  εμάς και μαζί με εμάς τις μικρο-προκαταλήψεις μας.  Όσο για την απόλυτη αλήθεια, οι περισσότεροι είμαστε  τόσο ανίκανοι να την διακρίνουμε όσο ανίκανοι είμαστε να φτάσουμε στο φεγγάρι με ποδήλατο. Πρώτον, γιατί η απόλυτη αλήθεια είναι  σταθερή σαν το βουνό του Μωάμεθ, που αρνήθηκε να μετακινηθεί  για χάρη του προφήτη, ώστε χρειάστηκε αυτός να πάει στο βουνό. Και πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, αν θέλουμε να την προσεγγίσουμε έστω και από απόσταση. Κατά δεύτερον, γιατί το βασίλειο της απόλυτης αλήθειας δεν ανήκει σε τούτον τον κόσμο, αντίθετα με εμάς που είμαστε υπερβολικά προσκολλημένοι σ’ αυτόν.  Και τρίτον, γιατί παρόλο που στη φαντασία του ποιητή ο άνθρωπος είναι
…η αφαίρεση
Κάθε τελειότητας, που η μαστοριά
Του ουρανού έπλασε….
στην πραγματικότητα, είναι ένα θλιβερό κουβάρι από  αντιφάσεις και παραδοξότητες, ένας άδειος ασκός ανέμου παραφουσκωμένος σοβαροφάνεια, με απόψεις αυτοαναιρούμενες και ευμετάβολες.  Είναι ένα αλαζονικό μαζί κι αδύναμο πλάσμα που, μολονότι διαρκώς   φοβάται την όποια  εξουσία, γήινη ή επουράνια, ωστόσο –
…σαν θυμωμένος πίθηκος,

Θα κάνει τέτοια αφάνταστα κόλπα μπροστά στον  Ουρανό ψηλά
Που κι οι άγγελοι θα κλάψουν.
Λοιπόν, αφού η αλήθεια είναι ένα πολύεδρο πετράδι με τόσες έδρες  που  είναι αδύνατο να τις δει κανείς όλες μαζί, κι  αφού, άλλωστε,  δύο άνθρωποι, όσο κι αν αγωνιούν να διακρίνουν την αλήθεια, δεν μπορούν να δουν ούτε καν μία από αυτές τις έδρες με το ίδιο βλέμμα, τί μπορεί να γίνει για να βοηθηθούν να την αντιληφθούν; Εφόσον ο υλικός άνθρωπος, περιορισμένος και εμποδισμένος γενικά από τις ψευδαισθήσεις, δεν μπορεί να φτάσει την αλήθεια με το φως της γήινης αντίληψης, εμείς λέμε – ανάπτυξε  μέσα σου την εσωτερική γνώση.
Από τότε που ο Δελφικός χρησμός πρόσταξε  «Γνώθι σαυτόν» δεν διδάχτηκε ποτέ ξανά μεγαλύτερη ή πιο σημαντική αλήθεια. Χωρίς αυτή την συνειδητοποίηση, ο άνθρωπος θα μείνει πάντα τυφλός ακόμα κι απέναντι σε πολλές σχετικές αλήθειες, πόσο μάλλον στην απόλυτη αλήθεια.  Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει τον εαυτό του, να αποκτήσει, δηλαδή, εκείνη την εσωτερική αντίληψη που ποτέ δεν θα τον εξαπατήσει, προτού κατορθώσει να γίνει κάτοχος της απόλυτης αλήθειας. Η απόλυτη αλήθεια είναι το σύμβολο της Αιωνιότητας, επομένως κανένας πεπερασμένος νους δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει το αιώνιο, άρα δεν θα μάθει ποτέ την αλήθεια στην πληρότητά της. Για να φτάσει στην κατάσταση να την δει και να την νοιώσει, θα πρέπει ο πήλινος εξωτερικός άνθρωπος να αδρανοποιήσει τις αισθήσεις του. Ίσως  να μας πουν ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο κι οι πιο πολλοί, σίγουρα, θα προτιμήσουν να αρκεστούν στις σχετικές αλήθειες. Καμιά  αμφιβολία. Όμως, για να προσεγγίσουμε ακόμα και τις γήινες αλήθειες, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται αγάπη για την ίδια την αλήθεια. Διαφορετικά, δεν θα μπορέσουμε να την αναγνωρίσουμε. Και ποιος αγαπάει στις μέρες μας την αλήθεια για την αλήθεια;
Πόσοι από μας είναι έτοιμοι να ψάξουν να την βρουν, να την δεχτούν και  να την εφαρμόσουν, σε κοινωνίες  όπου κάθε επιτυχία χτίζεται πάνω στα φαινόμενα κι όχι στην πραγματικότητα, στην αυτοεπιβεβαίωση κι  όχι σε ουσιαστικές αξίες;
Έχουμε πλήρη επίγνωση του πόσο δύσκολο είναι να δεχτεί κανείς την αλήθεια. Η όμορφη ουράνια παρθένα κατεβαίνει μόνο σε οικείο (γι’ αυτήν) περιβάλλον – σε έναν αμερόληπτο, χωρίς προκαταλήψεις νου που τον φωτίζει καθαρή Πνευματική Συνειδητότητα. Σπανίζουν, όμως, και τα δύο στις πολιτισμένες χώρες. Στον αιώνα μας που τον χαρακτηρίζει η εφεύρεση του ατμού και του ηλεκτρισμού, ζώντας με τρελούς ρυθμούς που αφήνουν ελάχιστο χρόνο για στοχασμό,  ο άνθρωπος συνήθως αφήνεται να παρασυρθεί από τη βρεφική του κούνια στον τάφο, καρφωμένος πάνω στην Προκρούστεια  κλίνη της συνήθειας και της συμβατικότητας. Η συμβατικότητα, όμως,  – καθαρά και ξάστερα – είναι από μόνη της κάτι το ΨΕΥΤΙΚΟ, αφού ούτως ή άλλως ορίζεται ως «μια προσομοίωση αισθημάτων σύμφωνα με ένα πρότυπο που έχουμε αποδεχτεί»  (όπως λέει ο ορισμός που της δίνει ο F. W. Robertson). Κι όπου υπάρχει προσομοίωση δεν μπορεί να υπάρχει αλήθεια. Το πόσο βαθυστόχαστη είναι η παρατήρηση που κάνει ο  Μπάιρον λέγοντας  ότι «η αλήθεια είναι ένα πετράδι που βρίσκεται σε μεγάλα βάθη, ενώ στην επιφάνεια αυτού του κόσμου όλα τα πράγματα ζυγίζονται με την απατηλή ζυγαριά της συνήθειας»  το ξέρουν καλύτερα όσοι είναι αναγκασμένοι να ζουν στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των κοινωνικών συμβάσεων.  Ακόμα κι όταν το επιθυμούν, όταν έχουν ανησυχίες για μάθηση, δεν τολμούν να δεχτούν τις αλήθειες που τόσο  λαχταράνε, τρέμοντας τον θηριώδη Μολώχ που λέγεται Κοινωνία.
Κοίταξε ολόγυρά σου, αναγνώστη. Μελέτησε όσα διηγούνται πασίγνωστοι ταξιδευτές,  τις αντίστοιχες παρατηρήσεις διάφορων στοχαστών, τα δεδομένα της επιστήμης και της στατιστικής. Δες με τα μάτια του νου σου τη φωτογραφία  της σύγχρονης κοινωνίας, της σύγχρονης πολιτικής, των θρησκειών όπως εκφράζονται σήμερα, της σύγχρονης ζωής γενικά.  Θυμήσου τον τρόπο ζωής και τα έθιμα κάθε πολιτισμένης φυλής και έθνους που έζησε ποτέ κάτω από τον ήλιο.   Δες προσεκτικά  τί κάνουν και  ποιά  ηθική στάση τηρούν οι άνθρωποι  στα πολιτισμένα κέντρα της Ευρώπης, της Αμερικής ακόμα και της Άπω Ανατολής και των αποικιών, παντού όπου ο λευκός  έχει μεταφέρει τα «καλά» του λεγόμενου πολιτισμού. Και τώρα, έχοντας δει όλα αυτά, στάσου και σκέψου. Κι ύστερα, δώσε εσύ ένα όνομα, αν μπορείς, σ’ αυτό το ευλογημένο Ελντοράντο, αυτόν τον εξαίρετο τόπο πάνω στη σφαίρα, όπου η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ο τιμώμενος ξένος και το ΨΕΜΑ κι η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ οι απόβλητοι παρίες.  ΔΕΝ   ΜΠΟΡΕΙΣ. Ούτε και κανένας άλλος μπορεί, εκτός κι αν είναι έτοιμος κι αποφασισμένος να προσθέσει  κι αυτός έστω κάτι τι στον σωρό  της ψευτιάς που ζει και βασιλεύει σε κάθε τομέα της εθνικής και της κοινωνικής ζωής.
«Την Αλήθεια!» φώναζε ο Καρλάιλ, «την αλήθεια κι ας με συντρίψουν οι ουρανοί που την ακολουθώ, όχι την ψευτιά, ακόμα κι αν το βραβείο της Αποστασίας θα ήταν ολάκερος επουράνιος Παράδεισος».  Τί ευγενικά λόγια! Πόσοι, όμως, σκέφτονται και πόσοι άραγε θα τολμούσαν να μιλήσουν σαν τον Καρλάιλ στον 19ο αιώνα που ζούμε;  Μήπως δεν προτιμάει η συντριπτική πλειοψηφία «τον παράδεισο  της Τεμπελιάς», την χώρα   της Ανεμελιάς όπου καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτούλη του; Αυτή ακριβώς η πλειοψηφία είναι που κάνει πίσω κατατρομαγμένη μπροστά στην πιο απλή περιγραφή κάθε νέας αλλά όχι ευχάριστης αλήθειας, από φόβο που τον γεννάει η δειλία, μπας και, ας πούμε, κάποια κ. Harris  το σχολιάσει  ή μια  κ. Grundy  περιλάβει στο δολοφονικό της στόμα τους νεοφώτιστους της αλήθειας. 
ΕΓΩΙΣΜΟΣ, το πρωτότοκο παιδί της Άγνοιας,  καρπός της διδασκαλίας που διακηρύσσει  πώς για κάθε νεογέννητο μωρό  «δημιουργείται» μια καινούρια ψυχή, ξέχωρη και διακριτή από την Παγκόσμια Ψυχή - αυτός ο Εγωισμός  είναι το αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα στον προσωπικό Εαυτό και στην Αλήθεια. Είναι η γόνιμη μάνα κάθε ανθρώπινης κακίας, όπου το Ψέμα γεννιέται από την ανάγκη να κρύβει κανείς την αλήθεια  κι η Υποκρισία από την λαχτάρα  να μασκαρεύει το Ψέμα. Είναι ο μύκητας που μεγαλώνει και θεριεύει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά  με τα χρόνια, αφού έχει πρώτα εξοντώσει όλα τα ανώτερα συναισθήματα. Ο εγωισμός σκοτώνει κάθε ευγενική  παρόρμηση της φύσης μας κι είναι η μόνη θεότητα που δεν φοβάται ότι οι ταγμένοι σ’ αυτόν θα τον προδώσουν ή θα τον εγκαταλείψουν.  Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να διαφεντεύει τον κόσμο και την λεγόμενη μοντέρνα κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι να ζούμε, να κινούμαστε και να συνυπάρχουμε μ’ αυτόν τον θεό του σκότους με τις τρεις  όψεις:  Απάτη,  Αερολογίες και  Ψευτιά , που, με μια λέξη, λέγονται ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΙΣΜΟΣ.
Είναι, άραγε, αυτό Αλήθεια και Πραγματικότητα, ή μήπως είναι συκοφαντία; Γυρίστε να κοιτάξετε όπου θέλετε και θα δείτε, από την κορφή της κοινωνικής σκάλας μέχρι το χαμηλότερο σκαλοπάτι, την απάτη και την υποκρισία σε πλήρη δράση για χάρη του Εαυτούλη, σε κάθε έθνος,  σε κάθε μεμονωμένο άτομο. Τα έθνη όμως, με σιωπηρή συμφωνία, έχουν αποφασίσει ότι τα ιδιοτελή κίνητρα στην πολιτική θα λέγονται «ευγενής εθνικός στόχος, πατριωτισμός» κλπ. Κι ο πολίτης στο οικογενειακό του περιβάλλον τα θεωρεί «οικογενειακή αρετή». Όμως, η ιδιοτέλεια, είτε τρέφει την επιθυμία για εδαφική επέκταση, είτε τον ανταγωνισμό στο εμπόριο σε βάρος του άλλου, δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί αρετή. Εμείς βλέπουμε την ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ και την ΚΤΗΝΩΔΗ ΒΙΑ εκφρασμένη με ήπιο τόνο – το Γιακίν και το Μποάζ κάθε Διεθνούς  Ναού του Σολομώντα  – να ονομάζεται Διπλωματία και λέμε τα πράγματα με το σωστό τους όνομα. Βλέποντας τον  διπλωμάτη να κάνει βαθιές υποκλίσεις μπροστά σ’ αυτούς τους δύο πυλώνες της εθνικής δόξας και της πολιτικής  και να εφαρμόζει σε  καθημερινή βάση τον τεκτονικό τους συμβολισμό «σε (πονηρή) δύναμη ο οίκος μου θα θεμελιωθεί», δηλαδή, βλέποντάς τον να  παίρνει με απάτη ό,τι δεν μπορεί να πάρει με τη βία, θα τον χειροκροτήσουμε κιόλας; Το προσόν του διπλωμάτη – «η επιδεξιότητα ή ικανότητα να πετυχαίνει οφέλη» - για τη χώρα του εις βάρος άλλων χωρών, δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση με τη γλώσσα της αλήθειας αλλά  μόνο με μια γλώσσα πανούργα κι απατηλή, όπως αποδεικνύει η πράξη. Γι’ αυτό και το ΛΟΥΣΙΦΕΡ ονομάζει αυτό το είδος δράσης – ζωντανό και φανερό ΨΕΜΑ.
Αλλά δεν είναι μόνο στην πολιτική που η συνήθεια κι η ιδιοτέλεια έχουν συμφωνήσει να λένε «αρετή» την απάτη και το ψέμα και να στήνουν άγαλμα σε όποιον λέει τα καλύτερα ψέματα. Όλες οι κοινωνικές τάξεις ζουν με το ΨΕΜΑ. Χωρίς αυτό θα κατέρρεαν. Οι πολιτισμένοι αριστοκράτες που φοβούνται τον Θεό και τον νόμο, αγαπώντας όμοια με κάθε πληβείο το απαγορευμένο φρούτο, αναγκάζονται τη μισή μέρα να λένε ψέματα  για να συγκαλύπτουν αυτά που, συμπαθητικά, λέγονται «μικροπταίσματα», τα οποία  η ΑΛΗΘΕΙΑ, όμως,  τα θεωρεί χείριστη ανηθικότητα. Οι της  μεσαίας τάξης γλυκαίνονται με ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικες κουβέντες, προδίδοντας ο ένας τον άλλον. Για τους περισσότερους η θρησκεία έχει γίνει  ένα αραχνοΰφαντο γυαλιστερό πέπλο  που σκεπάζει το πτώμα της πνευματικής πίστης.  Ο αφέντης πάει στην εκκλησία για να ξεγελάσει τους υπηρέτες του. Ο πειναλέος παπάς– κάνοντας  κήρυγμα που κι ο ίδιος έχει πάψει να το πιστεύει – ξεγελάει τον επίσκοπό του. Κι ο επίσκοπός του – τον Θεό του.
Οι εφημερίδες, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου, θα μπορούσαν να υιοθετήσουν  για μότο τους την πάντα επίκαιρη ερώτηση του Ζωρζ Νταντέν – «Ποιόν από τους δύο μας κοροϊδεύουμε εδώ;»  Ακόμα κι η Επιστήμη, που κάποτε ήταν  άγκυρα σωτηρίας της Αλήθειας, έχει πάψει να είναι ο ναός της γυμνής Πραγματικότητας. Τώρα, απαξάπαντες οι επιστήμονες το μόνο που πασχίζουν είναι να επιβάλουν τόσο στους συναδέλφους τους όσο και στον κόσμο κάποια προσωπική απασχόληση, κάποια καινούρια θεωρία, που θα δώσει λάμψη στο όνομα και στη φήμη τους. Ο επιστήμονας είναι το ίδιο έτοιμος να αποκρύψει αποδείξεις που κάνουν ζημιά σε μια τρέχουσα επιστημονική υπόθεση  με τον ιεραπόστολο που δραστηριοποιείται  σε μια χώρα ειδωλολατρών ή με τον ιεροκήρυκα,  πίσω στην πατρίδα, που προσπαθεί να πείσει το εκκλησίασμά του ότι η σύγχρονη γεωλογία είναι ψέμα κι ότι η εξέλιξη δεν είναι παρά κάτι το μάταιο, κάτι που ενοχλεί το πνεύμα.  
Έτσι έχουν τα πράγματα εν έτει 1888 μ.Χ. κι όμως κάποια έντυπα  εξαπολύουν επίθεση εναντίον μας επειδή βλέπουμε τη φετινή χρονιά ακόμα πιο γκρίζα.
Το ψέμα έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ – με αρωγό τις συνήθειες και τις συμβάσεις – που ακόμα κι ο τρόπος χρονολόγησης σπρώχνει τους ανθρώπους σε αυτό. Οι συντομογραφίες  μ.Χ. και π.Χ. που χρησιμοποιούνται  στη χρονολόγηση των γεγονότων τόσο από τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, στην Ευρώπη αλλά και στην Ασία, από τους Υλιστές και τους Αγνωστικιστές, όσο κι από τους Χριστιανούς, στην πατρίδα, είναι – ένα ψέμα που χρησιμοποιείται για να εδραιώσει  ένα άλλο ΨΕΜΑ.
Πού μπορεί να βρει, τότε,  κανείς  έστω και τη σχετική αλήθεια; Εάν, πολύ παλιά τότε που ζούσε ο Δημόκριτος, του φανερώθηκε με τη μορφή μιας θεάς που κείτονταν τόσο βαθειά στον πάτο του πηγαδιού, ώστε η ελπίδα να έρθει στο φως ήταν ελάχιστη, υπό τις σημερινές συνθήκες έχουμε δικαίωμα να πιστεύουμε ότι είναι κρυμμένη, τουλάχιστον, τόσο μακριά όσο κι η μόνιμα αόρατη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Ίσως γι’ αυτό, να λένε, χωρίς δεύτερη σκέψη, τους οπαδούς κάθε κρυμμένης αλήθειας αλλοπαρμένους. Όπως και να έχει το πράγμα, σε καμία περίπτωση και κάτω από καμία απειλή δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ το «Λούσιφερ» να υποθάλψει ψέματα που, σιωπηρά,  έχουν γίνει καθολικά αποδεκτά και που εφαρμόζονται  άλλο τόσο  καθολικά. Αντίθετα,  θα μείνει σταθερό στις αποδείξεις, ξεκάθαρες αποδείξεις, προσπαθώντας να κάνει γνωστή την αλήθεια όποτε την εντοπίζει, χωρίς  τα μασκαρέματα των δειλών.  Ο φανατισμός κι η μισαλλοδοξία μπορεί να θεωρούνται ορθόδοξη και συνετή τακτική,  το να ενθαρρύνονται οι  κοινωνικές προκαταλήψεις κι οι προσωπικές ασχολίες  σε βάρος της αλήθειας μπορεί να θεωρούνται σοφός τρόπος για να εξασφαλίσει κάποιο έντυπο την εκδοτική του επιτυχία.  Ας είναι κι έτσι. Οι Εκδότες του «Λούσιφερ» είναι Θεόσοφοι και το μότο που έχουν επιλέξει είναι: Vera pro gratis («το αληθές κάλλιον του ηδέος»,  προτιμότερη η αλήθεια απ’ την ευχαρίστηση.)
Έχουν πλήρη επίγνωση ότι οι σπονδές  κι οι θυσίες του «Λούσιφερ» στη θεά Αλήθεια δεν στέλνουν πικάντικη τσίκνα στη μύτη των αφεντάδων του τύπου, ούτε κι ο λαμπρός «Γιος του Πρωινού» τους μυρίζει όμορφα.  Τον αγνοούν όταν δεν τον εξυβρίζουν γιατί  – veritas odium paret  («η αλήθεια τρέφει το μίσος»).  Ακόμα κι οι φίλοι του έχουν αρχίσει να τον κατηγορούν. Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί να μην είναι ένα καθαρά Θεοσοφικό περιοδικό, με άλλα λόγια, γιατί αρνείται να είναι δογματικό και φανατισμένο. Αντί να αφιερώνει κάθε πόντο στις σελίδες του  στη θεοσοφική και στην απόκρυφη διδασκαλία, τις διαθέτει για  «να δημοσιεύει τα πιο ακραία ετερογενή στοιχεία και αντικρουόμενες δοξασίες».  Αυτή είναι η βασική κατηγορία που του προσάπτουν, στην οποία κατηγορία η δική μας απάντηση είναι – Γιατί, όχι; Η Θεοσοφία είναι θεία γνώση και γνώση θα πει αλήθεια. Κάθε αληθινό γεγονός, κάθε ειλικρινής λόγος είναι, επομένως , αναπόσπαστο μέρος της Θεοσοφίας.
Ο επιδέξιος στη θεία αλχημεία ή έστω αυτός που έχει κάπως ευλογηθεί με το χάρισμα  να αντιλαμβάνεται την αλήθεια, θα την ανακαλύψει και θα την αντλήσει τόσο μέσα σε μια λαθεμένη όσο και σε  μια σωστή πρόταση. Όσο μικρός κι αν είναι ένας κόκκος χρυσάφι μέσα σε έναν τόνο σκουπιδιών, δεν παύει να είναι ευγενές μέταλλο που αξίζει να σκάψει κανείς για να το βγάλει έστω κι αν ταλαιπωρηθεί παραπάνω. Όπως λένε, το να ξέρει κανείς τί δεν είναι κάτι, είναι συχνά εξίσου χρήσιμο  με το να μάθει τί είναι. Ο μέσος αναγνώστης δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα βρει σε ένα σεχταριστικό δημοσίευμα συγκεκριμένα στοιχεία  που να αναλύονται όλες οι πτυχές τους, όλα τα υπέρ και τα κατά, γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η παρουσίασή τους γίνεται σίγουρα με μεροληπτικό τρόπο κι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά που εκφράζει την προσωπική  πολιτική του εκδότη.
Επομένως, ένα Θεοσοφικό περιοδικό είναι, ίσως, το μόνο έντυπο όπου μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα βρει, οπωσδήποτε, απαραβίαστη, έστω και κατά προσέγγιση την αλήθεια και τα πραγματικά δεδομένα. Η γυμνή αλήθεια καθρεφτίζεται στο «Λούσιφερ» από όλες τι ς πλευρές, γιατί δεν αποκλείονται από τις σελίδες του ούτε οι φιλοσοφικές ούτε οι θρησκευτικές απόψεις. Και, αφού κάθε φιλοσοφία και θρησκεία, όσο ατελής, ανεπαρκής ή και ανόητη μπορεί να είναι καμιά φορά, οφείλει  να βασίζεται σε κάποιου είδους αλήθεια και σε στοιχεία, ο αναγνώστης έχει, κατά συνέπεια, την ευκαιρία να συγκρίνει, να αναλύει και να κάνει τη δική του επιλογή ανάμεσα στις διάφορες φιλοσοφίες που συζητούνται  στο περιοδικό. Το «Λούσιφερ» παρουσιάζει από το  Μοναδικό παγκόσμιο πετράδι όσες  πλευρές του επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος του και λέει στους αναγνώστες του: «Σήμερα διαλέξτε ποιόν θα υπηρετήσετε:  θα υπηρετήσετε τους θεούς της αντίπερα όχθης της πλημμύρας που βούλιαξε τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου και τη θεία γνώση ή τους θεούς που λάτρευαν οι Αμορίτες, θεούς των εθίμων και της κοινωνικής ψευτιάς ή μήπως, τον Κύριο του (ανώτερου) Εαυτού, τον λαμπρό χαλαστή  της σκοτεινής δύναμης της αυταπάτης;». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι άριστη είναι  εκείνη η φιλοσοφία που τείνει να μειώσει, αντί να αυξήσει ακόμα περισσότερο, τη συσσωρευμένη ανθρώπινη μιζέρια.
Πάντως, η επιλογή είναι στο χέρι του καθενός και μόνο γι’ αυτό το σκοπό ανοίξαμε τις σελίδες μας σε όποιον θέλει να συμβάλει με την άποψή του. Γι’ αυτό και θα βρείτε σ’ αυτές τις σελίδες τις απόψεις του Χριστιανού κληρικού που πιστεύει μεν  στο Θεό και στον Χριστό του αλλά απορρίπτει τις κακόβουλες ερμηνείες και τα δόγματα  που επιβάλλει η αλαζονική Εκκλησία του, παράλληλα με τις δοξασίες του Υλικο-Ιδεαλιστή που αρνείται τον Θεό, την ψυχή και την αθανασία και που δεν πιστεύει σε τίποτα έξω από τον εαυτό του. Οι πιο φανατικοί  Υλιστές θα βρουν φιλοξενία στο περιοδικό μας. Ναι, ακόμα κι εκείνοι που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να γεμίζουν ολόκληρες σελίδες του  με περιφρονητικά σχόλια και προσωπικές παρατηρήσεις εναντίον μας,  αλλά και με προσβολές κατά της Θεοσοφικής διδασκαλίας που είναι τόσο πολύτιμη για μας.  Μόνο όταν κάποιο περιοδικό ελεύθερης σκέψης, υπό την εποπτεία ενός Άθεου, συμπεριλάβει άρθρο ενός Μυστικιστή ή Θεόσοφου επαινώντας τις αποκρυφιστικές του απόψεις και το μυστήριο του Παραμπράχμαν,  μαζί με παρατηρήσεις,  μόνο τότε θα πούμε ότι το «Λούσιφερ» βρήκε το αντίπαλο δέος.   Όταν ένα Χριστιανικό περιοδικό ή ιεραποστολικό έντυπο δεχτεί κάποιο άρθρο γραμμένο από έναν ελεύθερο στοχαστή που χλευάζει την πίστη του Αδάμ και της πλευράς του, και ασκήσει κριτική στον Χριστιανισμό – στην πίστη του εκδότη του – χωρίς να γίνει φασαρία, τότε θα έχει γίνει αντάξιο του «Λούσιφερ» και θα μπορεί να πει κανείς στ’ αλήθεια ότι έφτασε εκείνο τον βαθμό ανεκτικότητας ώστε να μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με οποιαδήποτε Θεοσοφική έκδοση.
Όσο, όμως, αυτά τα όργανα δεν κάνουν καμία ανάλογη κίνηση δεν μπορεί παρά να είναι στο σύνολό τους σεχταριστικά, φανατικά, μισαλλόδοξα και να μην έχουν ιδέα τι θα πει  αλήθεια και δικαιοσύνη.   Μπορεί να εξαπολύουν υπαινιγμούς  κατά του «Λούσιφερ» και των εκδοτών του, αλλά δεν μπορούν να θίξουν ούτε το περιοδικό ούτε τους εκδότες του. Στην πραγματικότητα, οι εκδότες του «Λούσιφερ» είναι υπερήφανοι που δέχονται τέτοιες επικρίσεις και κατηγορίες, γιατί αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κανενός είδους φανατισμός και αλαζονεία στη Θεοσοφία, που είναι αποτέλεσμα της θείας ομορφιάς της διδασκαλίας που διακηρύσσει. Γιατί, όπως είπαμε, η Θεοσοφία επιτρέπει να ακουστούν τα πάντα, να δοθούν ίσες ευκαιρίες σε όλες τις απόψεις. Δεν θεωρεί καμιά άποψη απόλυτα στερούμενη αλήθειας – υπό την προϋπόθεση ότι  είναι ειλικρινής.  Σέβεται τους σκεπτόμενους ανθρώπους, σε όποιο σύστημα σκέψης κι αν ανήκουν. Πανέτοιμη να αντιπαραταχθεί σε ιδέες κι απόψεις που μόνο σύγχυση προκαλούν χωρίς να προάγουν  τη φιλοσοφία, αφήνει όσους τις υποστηρίζουν  να πιστεύουν προσωπικά ό,τι τους αρέσει και δικαιώνει τις ιδέες τους όταν είναι καλές. Όντως, μπορεί κάποιος φιλόσοφος- συγγραφέας να καταλήγει σε συμπεράσματα τελείως αντίθετα προς τις απόψεις  και τη διδασκαλία μας. Ωστόσο, μπορεί τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που παρουσιάζει να είναι σωστά, οπότε άλλοι άνθρωποι ίσως να επωφεληθούν από μια αντίθετη φιλοσοφία, ακόμα κι όταν εμείς οι ίδιοι την απορρίπτουμε πιστεύοντας ότι γνωρίζουμε κάτι ανώτερο κι εγγύτερο στην αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, η ομολογία της δικής μας πίστης είναι πια σαφής.  Κι όλα όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σελίδες αφενός αιτιολογούν  κι αφετέρου εξηγούν την εκδοτική μας γραμμή.
Συνοψίζοντας όλη την ιδέα αναφορικά με την απόλυτη και τη σχετική αλήθεια, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επαναλάβουμε ό,τι προείπαμε. Έξω από μια υψηλή πνευματική κατάσταση του νου, όπου ο άνθρωπος γίνεται ένα με τον ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟ ΝΟΥδεν μπορεί να βρει τίποτα στη γη εκτός από κάποια  σχετική αλήθεια ή αλήθειες σε οποιαδήποτε φιλοσοφία ή θρησκεία. Ακόμη κι αν επρόκειτο να βγει στην επιφάνεια  η θεά που βρίσκεται βαθειά μέσα στο πηγάδι-φυλακή της, δεν θα μπορούσε να δώσει στον άνθρωπο περισσότερα απ’ όσα αυτός μπορεί να αφομοιώσει. Στο μεταξύ, κάθε άνθρωπος μπορεί να κάθεται δίπλα στο πηγάδι – που το όνομά του είναι ΓΝΩΣΗ – και να κοιτάζει τον πυθμένα  ελπίζοντας να δει μέσα στα σκοτεινά νερά του τουλάχιστον το καθρέφτισμα της όμορφης εικόνας της Αλήθειας. Ωστόσο, σ’ αυτό ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος, όπως παρατηρεί ο Ρίχτερ. Σίγουρα, μπορεί να φανεί πότε-πότε το καθρέφτισμα  κάποιας αλήθειας στο σημείο που κοιτάζουμε, κι αυτό να είναι η ανταμοιβή του υπομονετικού μελετητή. Όμως, προσθέτει ο Γερμανός στοχαστής, «Έχω ακούσει ότι κάποιοι φιλόσοφοι αναζητώντας την Αλήθεια, για να την τιμήσουν δεόντως, το μόνο που είδαν στο νερό και λάτρεψαν ήταν η δικιά τους εικόνα.»…
Ακριβώς για να αποτρέψουν μια τέτοια συμφορά – που έχει βρει  κάθε ιδρυτή θρησκευτικής ή φιλοσοφικής σχολής – οι εκδότες φροντίζουν επιμελώς να δίνουν στον αναγνώστη μόνο όσες αλήθειες  καθρεφτίζονται στον δικό τους εγκέφαλο.  Προσφέρουν στο κοινό μια ευρεία επιλογή και αρνούνται να επιδείξουν φανατισμό και μισαλλοδοξία, που είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Σεχταρισμού. Όμως, αν και  το περιθώριο σύγκρισης είναι μεγάλο, οι αντίπαλοί μας δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα δουν την αντανάκλαση του δικού τους προσώπου στα κρυστάλλινα νερά του δικού μας «Λούσιφερ», χωρίς παρατηρήσεις ή δίκαιη κριτική στα βασικά σημεία, όποτε έρχονται σε αντίθεση  με τις θεοσοφικές απόψεις.
Ωστόσο, αυτό αφορά εξωτερικά το περιοδικό και μόνο την καθαρά διανοητική πτυχή των φιλοσοφικών αληθειών.  Ως προς τα βαθύτερα πνευματικά, και θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς τα θρησκευτικά πιστεύω, κανένας γνήσιος Θεόσοφος δεν πρέπει να τα υποβαθμίζει θέτοντάς τα σε δημόσια συζήτηση. Αντίθετα, θα όφειλε να τα προσέχει ως κόρην οφθαλμού και να τα κρατάει φυλαγμένα βαθειά μέσα στο άβατο της εσώτατης ψυχής του.
Αυτά τα πιστεύω κι αυτές οι διδασκαλίες δεν πρέπει ποτέ να κοινοποιούνται  απερίσκεπτα, γιατί είναι αναπόφευκτος ο  κίνδυνος βεβήλωσης από κακό χειρισμό αδιάφορων ανθρώπων και επικριτών.  Αλλά δεν θα έπρεπε ούτε καν να συμπεριλαμβάνονται σε δημοσιεύματα παρά μόνο σαν θέματα προς εξέταση για την  σκεπτόμενη μερίδα των αναγνωστών.
Οι θεοσοφικές αλήθειες, όταν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο στοχασμού, είναι προτιμότερο να μην αποκαλύπτονται σε κοινή θέα, γιατί η «απόδειξη πραγμάτων που δεν βλέπουμε» είναι απόδειξη μονάχα για όποιον την βλέπει, την ακούει και τη νοιώθει.
Δεν πρέπει να  αποσπάται από τα «Άγια των Αγίων», από το ναό του απρόσωπου θείου Εγώ ή του εσώτερου ΕΑΥΤΟΥ. Γιατί, ενώ κάθε γεγονός έξω από την αντίληψή του μπορεί, όπως δείξαμε,  να είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο σχετική αλήθεια,  μια ακτίνα της απόλυτης αλήθειας μπορεί να καθρεφτιστεί μόνο στον αγνό καθρέφτη της δικιάς της φλόγας – στην ύψιστη ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ μας.  Και πώς μπορεί το σκοτάδι (της ψευδαίσθησης) να κατανοήσει το ΦΩΣ που λάμπει μέσα του;

«Λούσιφερ», Φεβρουάριος, 1888 

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Η ΖΩΙΚΗ ΑΡΧΗ

Πριν λίγα χρόνια ξέσπασε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαμάχη ανάμεσα σε πολλούς φημισμένους επιστήμονες. Μερικοί διατύπωσαν την θεωρία ότι η αυτόματη γένεση  είναι γεγονός στην φύση, ενώ άλλοι αποδείκνυαν το αντίθετο.  Πάντως, σύμφωνα με τα πειράματα που έγιναν, αποδείχτηκε βιογένεση ή δημιουργία ζωής από προϋπάρχουσα ζωή, αλλά ποτέ δεν αποδείχτηκε  παραγωγή κάποιας μορφής ζωής από μη ζώσα ύλη.
Κατ’ αρχήν υιοθετήθηκε  μια λανθασμένη υπόθεση, ότι, δηλαδή,  θερμότητα ίση με την θερμοκρασία του σημείου βρασμού του νερού καταστρέφει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Λαμβάνοντας, όμως, ερμητικά σφραγισμένα δοχεία που περιείχαν εκχυλίσματα και υποβάλλοντάς τα στην ίδια ή και σε υψηλότερη θερμοκρασία, αποδείχτηκε ότι, παρά τις υψηλές θερμοκρασίες,  εμφανίστηκαν ζώντες οργανισμοί.  Πιο προσεκτικά πειράματα έφεραν στο φως  το εξής γεγονός:   οι σπόροι (ενδοσπόρια)  βακτηρίων και άλλοι μικροοργανισμοί, που συνήθως μεταφέρονται στον αέρα, μπορούν, σε κατάσταση ξηρότητας, να αντέξουν  υψηλότερες θερμοκρασίες και, επίσης, πως,  όταν γίνονται τα πειράματα σε εμφανώς  καθαρό αέρα, δεν εμφανίζεται καθόλου ζωή και τα εκχυλίσματα ποτέ δεν αποσυντίθενται.
Παράλληλα με την  αποδεδειγμένη βιογένεση, όμως, πρέπει να σημειώσουμε την επιφύλαξη του κ. Χάξλεϋ που λέει ότι «στην οργανική χημεία, στη μοριακή φυσική και στην φυσιολογία η οποία, αν και ακόμα σε νηπιακό στάδιο, κάνει κάθε μέρα  θεαματικά άλματα, θα ήταν το άκρον άωτο της αλαζονείας να πει κανείς ότι δεν μπορεί να δημιουργηθούν στο μέλλον με τεχνητό τρόπο οι συνθήκες υπό τις οποίες η ύλη μπορεί να προσλάβει  ζωτικές ιδιότητες, όπως λέγονται» και, στη συνέχεια,  «ότι σαν ζήτημα, όχι απόδειξης αλλά πιθανότητας, αν είχα τη δυνατότητα να κοιτάξω πέρα από την άβυσσο του γεωλογικά καταγεγραμμένου χρόνου, στην ακόμα πιο μακρινή περίοδο, τότε που η γη υπέστη χημικές και φυσικές διεργασίες που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ, θα περίμενα να δω να αναπτύσσονται ζωντανά πρωτοπλάσματα από μη-ζώσα ύλη.»
Ακολουθώντας τα ίχνη της ανόργανης ύλης στη μετάβασή της  προς την ανώτερη μορφή που πλησιάζει τους ζωντανούς οργανισμούς, φτάνουμε σε εκείνες τις πολύπλοκες ουσίες  που λέγονται «κολλοειδή» που είναι κάτι σαν το ασπράδι του αυγού και αποτελούν το τελευταίο στάδιο της ανοδικής διαδοχής από την ανόργανη ύλη στην οργανική ζωή.
Παρακολουθώντας την ζωή καθοδικά, καταλήγουμε στο «πρωτόπλασμα» που ο Χάξλεϋ το ονομάζει «την φυσική βάση της ζωής», μια άχρωμη, ζελατώδη ουσία, με απόλυτα ομογενή και ενιαία σύσταση. Το πρωτόπλασμα είναι προφανώς η πλησιέστερη προσέγγιση της ζωής προς την ύλη. Κι αν η ζωή προήλθε ποτέ από συνδυασμό ατόμου-μορίου, τότε θα ήταν σε αυτή την μορφή.
Το πρωτόπλασμα στην ουσία του είναι μια αζωτούχα ένωση άνθρακα που  διαφέρει από άλλες παρόμοιες ενώσεις της λευκοματώδους (albuminous)  οικογένειας των κολλοειδών μόνο ως προς την εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση των ατόμων της. Οι ιδιόμορφες ιδιότητές της, συμπεριλαμβανομένης  της ζωής, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου νέου και ιδιάζοντος ατόμου, που προστέθηκε στις γνωστές χημικές ενώσεις της ίδιας οικογένειας, αλλά είναι αποτέλεσμα του τρόπου ομαδοποίησης  και κινήσεων αυτών των στοιχείων. [1]. Η ζωή ουσιαστικά εκδηλώνεται με τις λειτουργίες της διατροφής, της αίσθησης, της κίνησης και της  αναπαραγωγής και κάθε κόκκος πρωτοπλάσματος αναπτύσσει οργανισμούς που τις διαθέτουν. Το ερώτημα που έχει τεθεί είναι αν αυτός ο πρωτόγονος κόκκος  πρωτοπλάσματος μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά με χημικές διεργασίες. Η επιστήμη απαντά αρνητικά, καθώς, μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζει κάποια διαδικασία συνδυασμού ανόργανης ύλης, με την οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ζωή.
Τώρα πια έχει αποδειχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ότι ο  νόμος της εξέλιξης διέπει το σύνολο του Σύμπαντος αλλά λείπουν αρκετοί συνδετικοί κρίκοι και, αναμφισβήτητα, οι ανακαλύψεις της σύγχρονης Επιστήμης θα φέρουν με τον χρόνο πολλά νέα στοιχεία που θα φωτίσουν αυτά τα σκοτεινά σημεία που προς το παρόν δυσχεραίνουν την έρευνα. Πολύ πιο σημαντικό από το ζήτημα καταγωγής των ειδών είναι το μεγάλο πρόβλημα της εξέλιξης της ζωής από το θεωρούμενο  άψυχο ορυκτό βασίλειο.
Κάθε επιστημονική ανακάλυψη, όσο περιορισμένη κι αν είναι, δίνει τροφή για σκέψη, και μας κάνει να καταλαβαίνουμε την αξία που πρέπει να αποδίδουμε στην παρατήρηση και στα πειράματα και στις  θεωρίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η επιστήμη δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει την «αυτόματη γένεση» μέσω πειραμάτων, αλλά οι κορυφαίοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι ασφαλές να πιστεύουν πως πρέπει κάποτε να υπήρξε  «αυτόματη γένεση» [2]. Μέχρις εδώ, η επιστημονική σκέψη συμφωνεί με την εσωτερική διδασκαλία.
Η απόκρυφη φιλοσοφία θεωρεί ότι η κίνηση, η κοσμική ύλη, η διάρκεια, ο  κενός χώρος είναι παντού. Η κίνηση είναι η άφθαρτη ζωή , συνειδητή ή όχι, κατά περίπτωση. Υπάρχει τόσο κατά την ενεργό περίοδο του Σύμπαντος όσο και κατά την Πραλάγια ή διάλυση, τότε που η μη συνειδητή ζωή εξακολουθεί να διατηρεί την ύλη [3] που την ζωντανεύει με άγρυπνη και αέναη κίνηση.
Η ζωή είναι πάντα παρούσα στο άτομο ή στην ύλη, οργανική ή ανόργανη – μια διαφορά που οι αποκρυφιστές δεν αποδέχονται.  Όταν η ζωική ενέργεια δρα στο άτομο, αυτό το άτομο είναι οργανικό. Όταν ληθαργεί ή είναι σε λανθάνουσα κατάσταση, το άτομο είναι ανόργανο. Η Τζίβα ή ζωική αρχή, που δίνει ζωή  στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, ακόμα και σε ορυκτά, είναι μια μορφή άφθαρτης δύναμης γιατί αυτή η δύναμη είναι η μία ζωή ή ζωώδης ψυχή (animal mundi), η παγκόσμια ζώσα ψυχή και γιατί οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μας εμφανίζονται αντικειμενικά πράγματα στην φύση στα ατομικά τους σύνολα, όπως π.χ. ορυκτά, φυτά,  ζώα κλπ είναι οι διαφορετικές μορφές ή καταστάσεις με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η δύναμη. Εάν επρόκειτο για μία μόνο στιγμή να γίνει ανενεργή, ας πούμε στην περίπτωση μιας πέτρας, τα σωματίδιά της θα έχαναν αμέσως την συνεκτική ιδιότητά τους και θα διαλύονταν το ίδιο ξαφνικά, παρόλο που η δύναμη θα εξακολουθούσε να υπάρχει σε κάθε ένα από τα σωματίδιά της, αλλά σε λανθάνουσα κατάσταση. [4]. Όταν η ζωική δύναμη αποσυνδέεται από ένα σύνολο ατόμων, αμέσως έλκεται από άλλα. Τότε, όμως, δεν εγκαταλείπει τελείως το πρώτο σύνολο, απλώς μεταφέρει την δύναμη ζωής της ( vis viva)  – την ενέργεια της κίνησης – σε ένα άλλο σύνολο.  Αλλά επειδή εκδηλώνεται στο επόμενο σύνολο ως Κινητική ενέργεια, όπως λέγεται, δεν σημαίνει ότι το πρώτο σύνολο την χάνει τελείως. Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει στο πρώτο σαν δυνητική ενέργεια ή λανθάνουσα ζωή.
Περισσότερο από κάθε άλλη, η ζωική αρχή του ανθρώπου είναι μια αρχή με την οποία είμαστε πολύ εξοικειωμένοι, αν και  έχουμε τεράστια άγνοια ως προς την φύση της. Η ύλη και η δύναμη συνυπάρχουν πάντα σαν σύμμαχοι. Η ύλη χωρίς την δύναμη αλλά  και η δύναμη χωρίς την ύλη είναι πράγματα αδιανόητα. Στο ορυκτό βασίλειο η συμπαντική ζωική ενέργεια είναι μία και δεν ατομικοποιείται. Αρχίζει να διαφοροποιείται αμυδρά στο φυτικό βασίλειο και από τα κατώτερα ζώα προς τα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο, ενώ η διαφοροποίηση αυξάνεται βήμα-βήμα με σύνθετη προοδευτική εξέλιξη.
Άραγε, μόλις η ζωική αρχή αρχίσει να διαφοροποιείται και όταν εξατομικευτεί αρκετά, παραμένει σε ομοειδείς οργανισμούς  ή μήπως  μετά τον θάνατο ενός οργανισμού ζωοποιεί  τον οργανισμό κάποιου άλλου είδους; Για παράδειγμα, μήπως μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου, η Κινητική ενέργεια που τον κρατούσε ζωντανό για κάποιο χρονικό διάστημα φεύγει και προσκολλάται σε ένα πρωτοπλασμικό κόκκο του ανθρώπινου είδους ή  ζωοποιεί κάποιο ζώο ή σπόρο φυτού; [5].
Μετά τον θάνατο του ανθρώπου, η κινητική ενέργεια που είχε δώσει ζωή στον σκελετό του θεωρείται ότι μένει εν μέρει στα σωματίδια του νεκρού σώματος σε μια λανθάνουσα κατάσταση, ενώ η κύρια ενέργεια ενώνεται με κάποιο άλλο σύνολο ατόμων. Εδώ γίνεται διάκριση μεταξύ της ληθαργούσας ζωής των σωματιδίων του νεκρού σώματος και της εναπομένουσας Κινητικής ενέργειας που περνά σε κάποιο άλλο σύνολο ατόμων για να του δώσει ζωή.  Δεν είναι, άραγε, η ενέργεια που ληθαργεί [6] στα σωματίδια του νεκρού σώματος μια κατώτερη μορφή ενέργειας σε σύγκριση με την Κινητική ενέργεια που μεταφέρεται αλλού; Και μολονότι στην διάρκεια ζωής του ανθρώπου φαίνονται αναμεμειγμένες οι δυο μαζί, δεν είναι δύο διακριτές μορφές ενέργειας που ενώνονται μόνο προσωρινά;
Ένας μελετητής του αποκρυφισμού γράφει:
« Η  Τζίβα (Jiva) ή ζωική αρχή είναι λεπτοφυής, υπεραισθητή ύλη που διαπερνά όλη την φυσική δομή του έμβιου όντος και όταν διαχωρίζεται από αυτήν, τότε θεωρείται ότι η ζωή παύει να υφίσταται. Ένα συγκεκριμένο σύνολο συνθηκών είναι απαραίτητο προκειμένου να συνδεθεί με την δομή ενός οργανισμού και όταν οι συνθήκες αυτές διαταράσσονται έλκεται από άλλα σώματα που προσφέρουν τις κατάλληλες συνθήκες.»[7].
Κάθε άτομο εμπεριέχει τη δική του ζωή ή δύναμη και τα διάφορα άτομα που αποτελούν το φυσικό του πλαίσιο πάντα μεταφέρουν τη δική τους ζωή όπου και αν βρεθούν. Η ζωική αρχή του ανθρώπου ή του ζώου, όμως, που  ζωοδοτεί το έμβιο ον συνολικά, φαίνεται να είναι μια προοδευτική, διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη ενέργεια της κίνησης, που μοιάζει να ταξιδεύει από οργανισμό σε οργανισμό με κάθε διαδοχικό θάνατο. Είναι, άραγε, πράγματι, όπως αναφέρθηκε πριν, «μια λεπτοφυής υπεραισθητή ύλη», κάτι ξεχωριστό από τα άτομα που αποτελούν το φυσικό σώμα; {1}
Εάν ναι, γίνεται ένα είδος μονάδας και θα ήταν κάτι συγγενές προς την ανώτερη  ψυχή του ανθρώπου που μεταβαίνει από σώμα σε σώμα.
Ένα άλλο και πιο σημαντικό ερώτημα είναι το εξής:
Είναι, άραγε, η ζωική αρχή ή Τζίβα κάτι διαφορετικό από την ανώτερη ή πνευματική ψυχή; Μερικοί Ινδοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι αυτές οι δύο αρχές δεν είναι ξεχωριστές μεταξύ τους, αντιθέτως θεωρούν ότι είναι ένα και το αυτό. {2}

Ας θέσουμε το ερώτημα πιο απλά:  μπορούμε να εξετάσουμε αν ο αποκρυφισμός γνωρίζει περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν τελείως χωριστά από την πνευματική τους ψυχή; {3}
Σωστή κατανόηση της φύσης, των ιδιοτήτων και του τρόπου δράσης της αρχής που λέγεται «Τζίβα» είναι βασική για την απόλυτη κατανόηση των πρώτων αρχών της Εσωτερικής Επιστήμης. Και σκοπός αυτής της ταπεινής απόπειρας, που θέτει ερωτήματα που μπερδεύουν σχεδόν κάθε σπουδαστή της Θεοσοφίας, είναι  να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες από όσους  προσφέρθηκαν ευγενικά να βοηθήσουν τους Συντάκτες του “Lucifer”  σε βαθειά επιστημονικά ζητήματα.
  
N.D.K.
Ahmedabad.


Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΟΙ

Καθώς η λέξη «Mαθητής-Τσέλα» έχει, ανάμεσα σε άλλες, εισαχθεί από τη Θεοσοφία στη νομενκλατούρα της Δυτικής μεταφυσικής και ενώ η κυκλοφορία του περιοδικού μας διαρκώς διευρύνεται, θα ήταν καλό να δοθεί κάποια πιο συγκεκριμένη εξήγηση, από ό,τι έως τώρα, αναφορικά με την έννοια αυτού του όρου και τους κανόνες του, προς όφελος των Ευρωπαίων αλλά και των εξ Ανατολής μελών μας.
«Τσέλα», λοιπόν, είναι κάποιος ή κάποια που έχει προσφερθεί ως μαθητής για να μάθει στην πράξη «τα κρυμμένα μυστήρια της Φύσης και τις ψυχικές δυνάμεις που λανθάνουν στον άνθρωπο».
Ο πνευματικός δάσκαλος προς τον οποίον προτείνει την υποψηφιότητά του ο μαθητής, ονομάζεται στην Ινδία Γκουρού. Και ο πραγματικός Γκουρού είναι πάντα ένας Μύστης στην Απόκρυφη Επιστήμη. Ένας άνθρωπος βαθιάς γνώσης, εξωτερικής και εσωτερικής, ιδιαίτερα της εσωτερικής, και άνθρωπος που έχει θέσει τη σαρκική φύση στην υπηρεσία της ΘΕΛΗΣΗΣ. Άνθρωπος που έχει αναπτύξει εντός του τόσο τη δύναμη (Σίντι) να ελέγχει τις δυνάμεις της φύσης όσο και την ικανότητα να διερευνά τα μυστικά της με τη βοήθεια των πρώην λανθανουσών αλλά τώρα ενεργών δυνάμεών του: αυτός είναι ο πραγματικός Γκουρού.
Το να προσφέρει κανείς τον εαυτό του ως υποψήφιο για μαθητεία είναι αρκετά εύκολο, αλλά το να εξελιχθεί σε Αντέπτ είναι το πιο δύσκολο καθήκον που θα μπορούσε να αναλάβει κανείς. Υπάρχει πλήθος «γεννημένων» ποιητών, μαθηματικών, μηχανικών, πολιτικών κ.λ.π. αλλά εκ φύσεως Μύστης είναι κάτι πρακτικά αδύνατο. Γιατί, αν και πράγματι ακούμε κατά σπάνια διαστήματα για κάποιον που έχει μια εξαιρετική έμφυτη ικανότητα για την απόκτηση απόκρυφης γνώσης και δύναμης, ακόμα και αυτός πρέπει να περάσει τα ίδια τεστ και δοκιμασίες και να υποστεί την ίδια αυτό-εκπαίδευση όπως οποιοσδήποτε λιγότερο προικισμένος μαθητής.
Σε αυτή την περίπτωση είναι απολύτως αληθές ότι δεν υπάρχει βασιλικός δρόμος από τον οποίον μπορούν να ταξιδεύουν οι ευνοούμενοι. Επί αιώνες η επιλογή των Μαθητών – εκτός της κληρονομικής ομάδας εντός του γκον- πα (ναού) – γινόταν από τους ίδιους τους Μαχάτμα των Ιμαλαΐων μέσα από την τάξη των φυσικών μυστικιστών - που στο Θιβέτ είναι σημαντική σε αριθμό μελών. Οι μόνες εξαιρέσεις έγιναν για την περίπτωση των Δυτικών όπως ο Φλαντ, ο Τόμας Βον, ο Παράκελσος, ο Πίκο ντε Μιραντόλα, ο Κόμης Σαιν-Ζερμέν κ.λ.π. των οποίων η συνάφεια της ιδιοσυγκρασίας προς την ουράνια αυτή επιστήμη λίγο – πολύ ανάγκασε τους απόμακρους Μύστες-Αντέπτ να έρθουν σε προσωπική επαφή μαζί τους και τους έδωσε τη δυνατότητα να πάρουν όσο μικρό ή μεγάλο μέρος της καθολικής αλήθειας ήταν δυνατόν στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Από το 4ο Βιβλίο του Κίου-τε , Κεφάλαιο : «οι Νόμοι του Ουπασάν», μαθαίνουμε ότι τα προσδοκώμενα προσόντα του Μαθητή- Τσέλα, ήσαν :
1. Τέλεια φυσική υγεία
2. Απόλυτη διανοητική και φυσική αγνότητα
3. Ανιδιοτέλεια, παγκόσμια ευσπλαχνία, συμπόνοια για όλα τα ζώντα όντα
4. Ειλικρίνεια και ακλόνητη πίστη στον νόμο του Κάρμα, ανεξάρτητη από οποιαδήποτε τυχόν παρεμβαίνουσα φυσική δύναμη: νόμος, η πορεία του οποίου δεν πρόκειται να εμποδιστεί από οποιονδήποτε παράγοντα ούτε και να αναγκασθεί να παρεκκλίνει από προσευχή ή εξιλαστήριες εξωτερικές τελετές.
5. Ακατάβλητο θάρρος σε κάθε κατάσταση ανάγκης, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής.
6. Μια ενστικτώδης αντίληψη ότι είναι το όχημα του εκδηλωμένου Αβαλοκιτεσβάρα ή του Θείου Άτμαν (Πνεύμα).
7. Ήρεμη αδιαφορία αλλά και ορθή εκτίμηση του αντικειμενικού και εφήμερου κόσμου, αναφορικά προς τις αόρατες περιοχές.
Τουλάχιστον τέτοια θα πρέπει να ήσαν τα προσόντα κάποιου που θα είχε στόχο να γίνει τέλειος Μαθητής. Με μοναδική εξαίρεση το 1ο, που σε σπάνιες και ιδιάζουσες περιπτώσεις θα ήταν τροποποιήσιμο, καθένα από αυτά τα σημεία ισχύουν μονίμως και όλα, λίγο – πολύ, πρέπει να έχουν αναπτυχθεί στην εσώτερη φύση από τις ΑΒΟΗΘΗΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ του Τσέλα πριν την καθοριστική δοκιμασία.
Όταν ο αυτό-εξελισσόμενος ασκητής – είτε εντός είτε εκτός του ενεργού κόσμου – έχει θέσει τον εαυτό του, σύμφωνα με τη φυσική του ικανότητα, υπεράνω, τον καθιστά κύριο των: 1) Σαρίρα –σώματός του 2) Ιντρίγια – αισθήσεων 3) Ντόσα – ελαττωμάτων 4) Ντούκα – πόνου και είναι έτοιμος να γίνει ένα με το Μάνας, δηλαδή τον Νου, με το Μπούντι, δηλαδή τη σοφία ή πνευματική ευφυία και το Άτμα, που είναι η ύψιστη ψυχή δηλαδή πνεύμα. Όταν είναι έτοιμος γι’ αυτά και επιπλέον είναι έτοιμος να αναγνωρίσει στο Άτμα τον ύψιστο κυβερνήτη του κόσμου των αντιλήψεων και στη θέληση την ύψιστη εκτελεστική ενέργεια (δύναμη), τότε μόνο μπορεί, κάτω από διαχρονικούς κανόνες, να καθοδηγηθεί από τον Αντέπτ. Τότε ο Δάσκαλος μπορεί να του δείξει το μυστηριώδες μονοπάτι στο τέρμα του οποίου ο Μαθητής διδάσκεται την αλάθητη διάκριση του Phala ή τα αποτελέσματα των αιτίων και του δίνονται τα μέσα να φτάσει στην Απαβάργκα, που είναι η απελευθέρωση από τη δυστυχία των επαναλαμβανόμενων γεννήσεων ( για τον καθορισμό των οποίων ο αδαής δεν έχει λόγο ) και έτσι να αποφύγει την Pratya – bhava, δηλαδή τη μετάβαση σε διαφορετικά σώματα.
Από της ιδρύσεως, όμως, της Θεοσοφικής Εταιρείας, ένα από τα επίπονα καθήκοντα της οποίας ήταν να επαναφυπνίσει στην Άρια φυλή τη λανθάνουσα ανάμνηση της ύπαρξης αυτής της επιστήμης και των υπερβατικών εκείνων ανθρώπινων ιδιοτήτων, οι κανόνες επιλογής των "μαθητών" έχουν, κατά κάποιο τρόπο, ατονήσει.
Πολλά μέλη της Εταιρείας έχοντας πεισθεί με έμπρακτες αποδείξεις πάνω στα προαναφερθέντα σημεία και ορθά πιστεύοντας ότι, εάν κάποιοι άλλοι άνθρωποι έφτασαν τον στόχο, τότε και οι ίδιοι, εφόσον είναι εγγενώς κατάλληλοι, θα μπορούσαν να τον πετύχουν ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι, ασκούν πιέσεις για να γίνουν δεκτοί ως υποψήφιοι. Καθώς δε θα ήταν παρέμβαση στο Κάρμα να τους αρνηθεί κανείς την ευκαιρία του να αρχίσουν τουλάχιστον – εφόσον ήσαν τόσο πιεστικοί - τους έδωσαν την ευκαιρία. Τα αποτελέσματα μέχρι τώρα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά και πρέπει να καταδειχθεί σε αυτούς τους άτυχους η αιτία της αποτυχίας τους αλλά και να προειδοποιηθούν άλλοι να μην ακολουθήσουν απρόσεχτα μια τέτοια μοίρα.
Αυτή, λοιπόν, είναι η αιτία που επέβαλε τη συγγραφή τούτου του άρθρου. Οι εν λόγω υποψήφιοι, αν και είχαν προειδοποιηθεί, έκαναν κακό ξεκίνημα προσβλέποντας εγωιστικά στο μέλλον και, ξεχνώντας το παρελθόν, λησμόνησαν ότι δεν είχαν κάνει το ελάχιστο για να αξίζουν τη σπάνια τιμή της επιλογής, το ελάχιστο που θα τους εγγυάτο την προσδοκία ενός τέτοιου προνομίου: ότι δεν μπορούσαν να καυχώνται για καμία από τις προαναφερθείσες αξίες. Σαν άνθρωποι του ιδιοτελούς, αισθητού κόσμου, είτε παντρεμένοι είτε όχι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή και επιστήμονες έτυχαν παιδείας που κυρίως αποσκοπούσε στο να τους αφομοιώσει στη ζωική φύση και ελάχιστα στην ανάπτυξη των πνευματικών τους δυνατοτήτων. Εντούτοις, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί είχαν αρκετή ματαιοδοξία ώστε να υποθέτουν ότι η δική τους περίπτωση αποτελούσε μια εξαίρεση του νόμου που ίσχυε αναρίθμητους αιώνες, λες και, πράγματι, στο πρόσωπό τους είχε γεννηθεί στον κόσμο ένας νέος Αβατάρ! Όλοι περίμεναν να τους διδαχθούν μυστικά, να τους δοθούν ασυνήθιστες δυνάμεις γιατί, απλώς, είχαν γίνει μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας. Κάποιοι είχαν αποφασίσει ειλικρινά να βελτιώσουν τη ζωή τους και να εγκαταλείψουν την κακή πορεία τους. Οπωσδήποτε αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε.
Όλοι απορρίφθηκαν κατ’ αρχήν, ακόμα και ο ίδιος ο Συνταγματάρχης Όλκοτ, ο Πρόεδρος. Καθόσον δε αφορά στον συνταγματάρχη δεν πειράζει να πούμε ότι δεν έγινε δεκτός επισήμως ως Τσέλα μέχρι να αποδείξει μέσα από αφοσιωμένη εργασία που διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο και με αποφασιστικότητα που δεν επιδέχεται αντίρρηση, ότι η έκβαση της δοκιμασίας θα ήταν θετική.
Τότε προέκυψαν παράπονα από όλες τις πλευρές – από Ινδουιστές, που θα έπρεπε να είναι γνώστες του ζητήματος, καθώς και από Ευρωπαίους οι οποίοι, βεβαίως, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν καθόλου τους κανονισμούς. Το θέμα ήταν πως μόνο εάν εδίδετο η ευκαιρία σε μερικούς τουλάχιστον Θεόσοφους να δοκιμάσουν θα μπορούσε να επιζήσει η Εταιρεία. Οποιοδήποτε άλλο υψηλόφρον και ανιδιοτελές χαρακτηριστικό του προγράμματός μας αγνοήθηκε – το καθήκον του ανθρώπου προς τον γείτονά του, προς τη χώρα του, το καθήκον του να βοηθά, να διαφωτίζει, να ενθαρρύνει και να τονώνει τους πιο αδύναμους και λιγότερο ευνοημένους απ’ αυτόν, όλα αγνοούνταν μέσα στην τρελή σπουδή προκειμένου να γίνει κανείς μύστης. Η κραυγή για φαινόμενα, φαινόμενα, φαινόμενα, αντηχούσε σε κάθε γειτονιά και οι Ιδρυτές εμποδίζονταν στο πραγματικό έργο τους ενώ τους ενοχλούσαν επίμονα να παρεμβαίνουν στους Μαχάτμας για όποιον είχε παράπονο, αν και οι καημένοι αντιπρόσωποί τους έπρεπε να αντιμετωπίζουν όλα τα χτυπήματα της μοίρας.
Εν τέλει οι ανώτερες αρχές ανακοίνωσαν πως μερικοί από τους αμεσότερους υποψήφιους θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί βάσει των λεγόμενών τους. Το αποτέλεσμα του πειράματος θα έδειχνε ίσως καλύτερα από οσοδήποτε κήρυγμα τί σήμαινε το να είναι κανείς Τσέλα και ποιές είναι οι συνέπειες της ιδιοτέλειας και του θράσους. Κάθε υποψήφιος προειδοποιήθηκε ότι πρέπει οπωσδήποτε να περιμένει χρόνια πριν να θεωρηθεί κατάλληλος και ότι πρέπει να περάσει μια σειρά εξετάσεων που θα αποκάλυπταν τί υπάρχει εντός του, είτε καλό είτε κακό. Ήταν σχεδόν όλοι παντρεμένοι και έτσι προσδιορίστηκαν ως "δόκιμοι" - ένας καινούριος όρος για την Αγγλική γλώσσα, που είχε, όμως, προ πολλού το αντίστοιχό του στις Ασιατικές γλώσσες.
Ο δόκιμος μαθητής δεν είναι παρά ένας άνθρωπος των εγκοσμίων που δηλώνει επίσημα την επιθυμία του να καταστεί σοφός στα πνευματικά ζητήματα. Ουσιαστικά, κάθε μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας που συγκατατίθεται στον δεύτερο από τις τρεις “Δηλωμένους Σκοπούς” είναι λαϊκός ή εξωτερικός μαθητής. Γιατί, αν και δεν ανήκει στους πραγματικούς Μαθητές, έχει, εντούτοις, τη δυνατότητα να γίνει ένας που  έχει περάσει τη διαχωριστική γραμμή που τον κρατούσε σε απόσταση από τους Μαχάτμα και, κατά κάποιο τρόπο, έχει θέσει τον εαυτό του υπό την παρατήρησή τους. Συμμετέχοντας στην Εταιρεία και δεσμευόμενος να βοηθήσει στο έργο της, δεσμεύεται να ενεργεί σε κάποιο βαθμό από κοινού με τους Μαχάτμα, με εντολή των οποίων οργανώθηκε η Εταιρεία και με την υπό όρους προστασία των οποίων εξακολουθεί να υφίσταται. Η συμμετοχή είναι, λοιπόν, η εισαγωγή. Όλα τα υπόλοιπα εξαρτώνται απολύτως από το ίδιο το μέλος και δεν θα πρέπει ποτέ να προσδοκά ούτε την ελάχιστη προσέγγιση στην «εύνοια» κάποιου από τους Μαχάτμα μας ή οιουδήποτε άλλου Μαχάτμα στον κόσμο – αν αυτοί ήθελαν να γίνουν γνωστοί – προσέγγιση που δεν θα έχει κερδηθεί απολύτως από προσωπική αξία. Οι Μαχάτμα είναι οι υπηρέτες, όχι οι ρυθμιστές του Νόμου του Κάρμα.
ΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ ΔΕΝ ΠΑΡΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΞΙΕΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ.
Και το αν αυτός ο Διδάσκαλος γίνεται ορατός ή όχι από τον μαθητή δεν έχει σημασία ως προς το αποτέλεσμα: οι καλές του σκέψεις, τα λόγια και οι πράξεις θα φέρουν καρπούς, οι κακές θα φέρουν τους δικούς τους. Το να καυχάται κανείς ότι είναι "δόκιμος' ή το να το διατυμπανίζει είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να περιορίσει τη σχέση του με τον Γκουρού σε μια κενή λέξη, γιατί θα ήταν μια «πρώτης όψεως» μαρτυρία ματαιοδοξίας και ακαταλληλότητας για περαιτέρω πρόοδο. Επί χρόνια έχουμε διδάξει παντού το αξίωμα «Πρώτα γίνου άξιος, μετά επιθύμησε» μια στενότερη σχέση με τους Μαχάτμα.
Ισχύει, λοιπόν, στη φύση ένας φοβερός νόμος, ένας νόμος που δεν μπορεί να μεταβληθεί, η ισχύς του οποίου ξεκαθαρίζει το προφανές μυστήριο της επιλογής ορισμένων «Τσέλα» που έχουν, προσφάτως, αποδειχθεί θλιβερά δείγματα ηθικής.
Θυμάται ο αναγνώστης την παλιά ρήση: «Μη θίγετε τα κακώς κείμενα»; Υπάρχει μια απόκρυφη έννοια σε αυτήν. Κανείς, άντρας ή γυναίκα, δεν γνωρίζει την ηθική του δύναμη μέχρι να δοκιμαστεί. Χιλιάδες άνθρωποι περνούν από τη ζωή αξιοσέβαστοι, γιατί ποτέ δεν βρέθηκαν σε δοκιμασία. Είναι, αναμφίβολα, κοινότοπο αλλά ισχύει επί του προκειμένου. Κάποιος που δεσμεύεται να δοκιμασθεί ως Μαθητής και μόνο με την πράξη του δίνει έναυσμα σε κάθε λανθάνον πάθος της ζωώδους φύσης του. Γιατί αυτό είναι το ξεκίνημα ενός αγώνα για κυριαρχία χωρίς αντάλλαγμα. Είναι μια για πάντα το «Να ζει κανείς ή να μη ζει». Το να κατακτήσεις σημαίνει να γίνεις Αντέπτ. Το να αποτύχεις είναι ένα ανέντιμο μαρτύριο – γιατί το να πέσεις θύμα πόθου, υπερηφάνειας, φιλαργυρίας, ματαιοδοξίας, ιδιοτέλειας, δειλίας ή οποιουδήποτε άλλου ευτελούς κινήτρου είναι πράγματι αναξιοπρεπές, εάν λάβουμε ως μέτρο το πραγματικό σθένος.
Ό "μαθητής" δεν καλείται μόνο να αντιμετωπίσει όλες τις λανθάνουσες κακές τάσεις της φύσης του αλλά και όλο τον όγκο της επιβλαβούς δύναμης που έχει συσσωρευτεί στην κοινωνία και στο έθνος όπου ανήκει. Γιατί αποτελεί ένα ακέραιο μέρος αυτών των συνόλων και αυτό που επηρεάζει είτε τον μεμονωμένο άνθρωπο είτε την ομάδα (πόλη ή έθνος) έχει αντίκτυπο στον άλλον. Και σε αυτή την περίπτωση ο αγώνας για το καλό απηχεί στο σύνολο της κακότητας στο περιβάλλον του και επισύρει την οργή του περιβάλλοντος εναντίον του.
Εάν είναι ικανοποιημένος με το να συμβαδίζει με τους γείτονές του και να τους μοιάζει – ίσως λίγο καλύτερος ή λίγο χειρότερος από τον μέσο όρο – κανείς δεν θα τον σκεφτεί. Αλλά ας γίνει γνωστό ότι αυτός που κατάφερε να εντοπίσει την κενή γελοιοποίηση της κοινωνικής ζωής, την υποκρισία της, την ιδιοτέλειά της, την τρυφηλότητά της, την απληστία και άλλα κακά χαρακτηριστικά και έχει αποφασίσει να ανυψωθεί σε ανώτερο επίπεδο, αμέσως μισείται και κάθε κακή, μισαλλόδοξη ή κακόβουλη φύση του στέλνει ένα ρεύμα αντίθετης δύναμης θέλησης.
Αν είναι φύσει δυνατός το αποπέμπει, σαν τον δυνατό κολυμβητή που διασχίζει το ρεύμα που θα παρέσυρε κάποιον λιγότερο ικανό. Σε αυτή την ηθική μάχη, όμως, εάν ο Τσέλα έχει έστω και ένα κρυφό ελάττωμα – ό,τι και να κάνει – θα έρθει στο φως οπωσδήποτε. Το επίχρισμα συμβατικότητας με το οποίο ο «πολιτισμός» μας καλύπτει όλους πρέπει να αφαιρεθεί μέχρι και το τελευταίο του στρώμα και ο εσώτερος Εαυτός να εκτεθεί γυμνός και χωρίς το ελάχιστο πέπλο να καλύπτει την πραγματικότητά του. Οι συνήθειες της κοινωνίας που δημιουργούν στους ανθρώπους, σε κάποιο βαθμό, ηθικές αναστολές και τους αναγκάζουν να αποτίουν φόρο τιμής στην αρετή με το να φαίνονται καλοί, είτε είναι είτε δεν είναι, αυτές οι συνήθειες πρέπει να ξεχαστούν παντελώς, αυτές οι αναστολές να καταργηθούν με την προσπάθεια που καταβάλλει ο "μαθητής". Τώρα βρίσκεται σε μια ατμόσφαιρα ψευδαισθήσεων – Μάγια. Η κακία φοράει το πιο ελκυστικό της προσωπείο και τα παραπλανητικά πάθη προσπαθούν να σαγηνεύσουν τον άπειρο μαθητή και να τον παρασύρουν στον βυθό της ψυχικής εξαθλίωσης.
Αυτό δεν μοιάζει με τη ζωγραφική ενός μεγάλου καλλιτέχνη που απεικόνισε τον Σατανά να παίζει σκάκι με έναν άνθρωπο με στοίχημα την ψυχή του, ενώ ο καλός άγγελος του τελευταίου στέκει στο πλάι του για να τον συμβουλέψει και να τον βοηθήσει. Γιατί ο αγώνας σε αυτή την περίπτωση είναι ανάμεσα στη Θέληση του Μαθητή  και τη σαρκική φύση του και το Κάρμα απαγορεύει σε οποιονδήποτε άγγελο ή Γκουρού να αναμιχθεί μέχρι την τελική έκβαση. Με τη ζωντάνια της ποιητικής φαντασίας ο Bulwer Lytton εξιδανίκευσε αυτό το θέμα στο ποίημά του «Zanoni», ένα έργο που πάντα θα τιμάται από τους Αποκρυφιστές. Ενώ στο ποίημά του «Παράξενη Ιστορία» έχει δείξει εξίσου δυνατά τη μαύρη πλευρά της απόκρυφης έρευνας και τους θανάσιμους κινδύνους της.
Η μαθητεία ορίσθηκε, τις προάλλες, από έναν Μαχάτμα ως «μια ψυχική συνισταμένη που κατατρώγει όλη την σκουριά αφήνοντας μόνο καθαρό χρυσάφι πίσω της». Αν ο υποψήφιος έχει λανθάνοντα πόθο για χρήμα, πολιτικό δικολαβισμό ή υλιστική δυσπιστία, επιδειξιομανία ή δημαγωγία, ασπλαχνία ή αισθησιακή ικανοποίηση οιουδήποτε είδους, ο σπόρος σίγουρα θα βλαστήσει και, παράλληλα, το ίδιο θα συμβεί και με τις ευγενείς ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης. Ο πραγματικός άνθρωπος θα φανεί.
Δεν είναι, λοιπόν, το άκρον άωτον της ανοησίας το να αφήσει κανείς τον ομαλό δρόμο της καθημερινής ζωής για να ανέβει στους απόκρημνους βράχους ως μαθητής χωρίς κάποιο λογικό αίσθημα βεβαιότητας ότι διαθέτει μέσα του το κατάλληλο υλικό; Λέει η Βίβλος: «Ας προσέξει αυτός που ίσταται να μην πέσει» - μια ρήση που επίδοξοι μαθητές θα έπρεπε να λάβουν υπ’ όψη τους πριν απερίσκεπτα αναλάβουν το έργο.
Καλό θα ήταν για μερικούς από τους "δόκιμους" να είχαν σκεφτεί δύο φορές πριν αψηφήσουν τις δοκιμασίες. Έρχονται στη μνήμη μας αρκετές θλιβερές αποτυχίες μέσα σε έναν χρόνο. Κάποιος έπαθε παράκρουση, αναίρεσε υψηλόφρονες ιδέες που είχε διατυπώσει μόλις πριν μερικές εβδομάδες και έγινε πιστός μιας θρησκείας που είχε, προ ολίγου, με περιφρόνηση αποδείξει ως λανθασμένη με αδιάσειστα επιχειρήματα. Ένας άλλος έγινε φυγόδικος και έφυγε κρυφά με τα χρήματα του εργοδότη του – που ήταν και αυτός Θεόσοφος. Ένας τρίτος παραδόθηκε σε ακολασίες, πράγμα που ομολόγησε με ανώφελους λυγμούς και δάκρυα στον επιλεγμένο Γκουρού του. Ένας τέταρτος δημιούργησε μια ετερόφυλη σχέση και τσακώθηκε με τους πιο αγαπημένους και αληθινούς φίλους του. Ένας πέμπτος έδειξε σημάδια παραλογισμού και οδηγήθηκε στο Δικαστήριο με κατηγορίες αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Ένας έκτος αυτοκτόνησε για να αποφύγει τις συνέπειες εγκληματικής πράξης λίγο πριν από την προφυλάκισή του.
Υπάρχουν πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα. Προφανώς όλοι ήταν ειλικρινείς αναζητητές της αλήθειας και θεωρούνταν από τον κόσμο αξιοσέβαστοι άνθρωποι. Φαινομενικά ήταν επαρκείς για υποψήφιοι μαθητές. Όμως, «εντός όλα ήσαν διαβρωμένα και νεκρά». Το επίχρισμα του κόσμου ήταν τόσο παχύ που έκρυβε την απουσία του πραγματικού χρυσού. Και, ενώ η «συνισταμένη» υπήρχε, ο υποψήφιος αποδείχτηκε ότι βρισκόταν σε μια επιχρυσωμένη μορφή ηθικής σήψης από την περιφέρεια μέχρι τον πυρήνα….
Μέχρι τώρα, βεβαίως, ασχοληθήκαμε μόνο με τις αποτυχίες των εξωτερικών ή δόκιμων μαθητών. Υπάρχουν και μερικές πετυχημένες περιπτώσεις που περνούν βαθμιαία τα πρώτα στάδια της δοκιμασίας τους. Μερικοί καθιστούν εαυτούς χρήσιμους στην κοινωνία και γενικά στον κόσμο με το καλό παράδειγμα και τη διαγωγή τους. Εάν επιμείνουν, καλό γι’ αυτούς, καλό και για όλους εμάς: οι πιθανότητες είναι εξαιρετικά αρνητικές, αλλά, «τίποτα δεν είναι αδύνατο γι’ αυτόν που ΘΕΛΕΙ». Οι δυσκολίες της μαθητείας ποτέ δεν θα είναι μικρότερες, αν η ανθρώπινη φύση δεν αλλάξει και ένα νέο είδος εξελιχθεί. Ο Απόστολος Παύλος (Προς Ρωμ. VII, 18,19) μάλλον θα είχε κατά νου έναν "μαθητή" όταν έγραφε : «Το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω. Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω».
Και στον σοφό Kirátárjuniya του Bharavi είναι γραμμένο:
"Οι εχθροί που ξεσηκώνονται μέσα στο σώμα
Τόσο δύσκολο να νικηθούν – τα κακά πάθη –
Πρέπει αντρίκεια να πολεμηθούν, κι όποιος τα νικά
Είναι όμοιος με τον κατακτητή του κόσμου "(XI, 32)

 «The Theosophist», Ιούλιος 1883.