Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντέιβιντ Μπομ: Εσωτερισμός και Ερμηνεία της Κβαντικής Μηχανικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντέιβιντ Μπομ: Εσωτερισμός και Ερμηνεία της Κβαντικής Μηχανικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Ντέιβιντ Μπομ-Εσωτερισμός και Ερμηνεία της Κβαντικής Μηχανικής

Ο David Bohm (1917-1992) έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους λαμπρότερους φυσικούς της εποχής του. Εκτός από τις πολλές συνεισφορές του στη φυσική πλάσματος και τη κβαντομηχανική, είναι επίσης διάσημος για την ερμηνεία του, των
«κρυφών μεταβλητών», της κβαντικής μηχανικής. Τα ενδιαφέροντα του Bohm δεν περιορίζονταν στα επιστημονικά θέματα, αφού παρουσιάζει εκτενή συγγραφή σε φιλοσοφικά και άλλα ζητήματα. Στο περίφημο βιβλίο του Η Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη (1986), εισήγαγε τις σημαίνουσες ιδέες για τη «Φαινόμενη» [ΣτΜ: ή «Έκδηλη»] και την «Ενδογενή Τάξη», που αποτελούν τη βάση της φιλοσοφίας του. Η σκέψη του Bohm ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον G.W.F. Hegel (1770-1831) του οποίου η θέση στη Δυτική εσωτερική παράδοση αναγνωρίστηκε περισσότερο μόλις προσφάτως. Ο Bohm μαθήτευσε επίσης πολύ κοντά στον Jiddu Krishnamurti (1895-1986), και είχε αναγνωρίσει την επιρροή του δασκάλου του στη φιλοσοφία του. Σε μια συνέντευξή του σχολιάζει σχετικά με την Ενδογενή Τάξη ότι: «Πράγματι αυτά τα θέματα τα επεξεργάστηκα μαζί με τον Κρισναμούρτι [...] είχαμε πολλές συζητήσεις σχετικά. Νομίζω ότι εν μέρει μέσα από αυτές τις συζητήσεις, αν και όχι εντελώς, κατέληξα στην ιδέα της Ενδογενούς Τάξης. Συνήθιζε να με ενθαρρύνει σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση». Η παρούσα εργασία θα περιγράψει τη πρόσφατη έρευνα που έχει διεξαχθεί σχετικά με το θέμα της επιρροής του εσωτερισμού στη διαμόρφωση της ερμηνείας του Bohm για τη κβαντική μηχανική. 


Eισαγωγή
Ο Albert Einstein αναφερόμενος στην ανάγκη για μια ριζοσπαστική νέα κβαντική θεωρία, είπε: «αν κάποιος μπορεί να το κάνει, τότε αυτός είναι ο Bohm».(1) John Bell«Οι εργασίες του Bohm το 1952, σχετικά με την κβαντική μηχανική ήταν για μένα μια αποκάλυψη. ...Είχα πάντα την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν κατανοήσει τις ιδέες των εργασιών αυτών (και δυστυχώς αυτοί συνεχίζουν να αποτελούν τη πλειοψηφία) είναι σε μειονεκτική θέση σε οποιαδήποτε συζήτηση για την έννοια της κβαντικής μηχανικής».(2)
P.K. Feyerabend: «Οι ιδέες του Bohm για τη φυσική είναι πρωτότυπες, αναζωογονητικές και απολύτως απαραίτητες σε μια εποχή εφησυχασμού όσον αφορά στα θεμελιώδη».(3) 0 Δαλάι Λάμα: «Τον θεωρώ ως έναν από τους γκουρού μου, της επιστήμης».(4)  
Martin Gardner: «H δημιουργική εργασία του Bohm στη φυσική είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά σε άλλους τομείς, ήταν σχεδόν το ίδιο αφελής με τον Conan Doyle [...] Ο Bohm συχνά έπρεπε να διασωθεί από τους ηλίθιους».(5) 
Ο Robert Oppenheimer μιλώντας στους συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο Princeton, είπε: «Αν δεν μπορούμε να διαψεύσουμε τον Bohm, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε στο να τον αγνοήσουμε».(6)  
Όπως μπορεί να δει κανείς από αυτά τα αποφθέγματα, ο Bohm θαυμάζεται ευρέως από επιστήμονες και φιλόσοφους. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης κάποιοι που πίστευαν ότι είχε παραπλανηθεί, ότι ήταν αφελής, ακόμη και επικίνδυνος. Στη βιβλιογραφία, τις περισσότερες φορές γίνεται αναφορά στον Bohm σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με την ερμηνεία του για τις «κρυμμένες μεταβλητές» της κβαντικής μηχανικής, του 1952. Ωστόσο, το γεγονός αυτό «παραβλέπει» την μετέπειτα επιστημονική και φιλοσοφική του εξέλιξη, που ο Bohm θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Είναι δημοφιλής στους κύκλους των υποστηρικτών της κίνησης της Νέας Εποχής [ΣτΜ: New Age] και έχει γίνει αντικείμενο κατάχρησης από το ρεύμα του «Εποικοδομητικού Μεταμοντερνισμού».(7) 
Τον Bohm τον έχουν αποκαλέσει θρησκόληπτο, μυστικιστικό, φιλοσοφικό και πολλά άλλα, αλλά ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι ο σωστός χαρακτηρισμός του είναι, εσωτεριστής. Θέλουμε να υποστηρίξουμε τον ισχυρισμό ότι το αρχικό όραμα του Bohm είναι εσωτερικό και ότι εργάστηκε σκληρά για να το αναπτύξει σε βάθος, στη φιλοσοφία και στην επιστήμη του. 
Με ποιο τρόπο όμως θα είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε αν η φιλοσοφία του Bohm είναι εσωτερική; Παρά το γεγονός ότι η αντιπαράθεση σχετικά με τον καθορισμό και την οριοθέτηση του εσωτερισμού μαίνεται ακόμα, υπάρχει ένα δημοφιλής και χρήσιμος χαρακτηρισμός του σύγχρονου Δυτικού Εσωτερισμού που ορίζεται από τον Γάλλο ακαδημαϊκό, τον Antoine Faivre. Χωρίς να υπολείπεται αυστηρών κριτικών, το πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται στη μελέτη του εσωτερισμού που έχει αναπτυχθεί και εφαρμόζεται στην χριστιανική Δύση από την εποχή της Αναγέννησης. Ο ορισμός αυτός αποτελείται από 4 (υποχρεωτικά) + 2 (προαιρετικά) χαρακτηριστικά:  
i. Αντιστοιχίες [ΣτΜ: ή Αναλογίες]: μια συγκεκριμένη ολότητα στην οποία τα διάφορα επίπεδα του κόσμου αντιστοιχούν το ένα στο άλλο και ενεργούν με «συμπαθητικό» τρόπο. 
ii. Ζώσα Φύση: υπάρχει ένα μυστικό πυρ, μια κρυφή ζώσα δύναμη που διασχίζει το σύμπαν. 
iii. Φαντασία: η ικανότητα προσέγγισης των ενδιάμεσων επιπέδων. 
iv. Μεταστοιχείωση: πράγματα, όπως τα μέταλλα, και οι άνθρωποι μπορούν να μεταστοιχειωθούν. 
v. Συνταύτιση: η ιδέα ότι διαφορετικές φιλοσοφίες και θρησκείες είναι απλώς πτυχές μιας ενιαίας αλήθειας, της αιώνιας φιλοσοφίας  
vi. Μετάδοση: η ιδέα της μύησης από έναν κατάλληλο πομπό, τον γκουρού.(8) Αλλά όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους σύνθετους τομείς, ένα τέτοιος ορισμός λύνει τόσα προβλήματα όσα δημιουργεί και η εφαρμογή του μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητους ή αναμφισβήτητα εξοργιστικούς ισχυρισμούς. Για παράδειγμα, οι φιλόσοφοι δυσκολεύονται να δεχτούν τον G.W.F. Hegel (1770-1831), ως μέρος της εσωτερικής παράδοσης. 
Όσο κι αν ακούγεται ακραίο, αυτό είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε πολύ πειστικά από τον Alexander Magee στο έργο του Ο Hegel και η Ερμητική Παράδοση (2001), όπου δείχνει πώς το σύστημα του Hegel είναι διαμορφωμένο ως μια μυητική διαδικασία και πώς η οντολογία του, το αντικείμενο της Λογικής Εγκυκλοπαίδειάς του (1817), βασίζεται στη Χριστιανική Kabbalah.9 Ο Magee χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό του Faivre για να αποδείξει τη θέση του. 
Θα αποδεχθούμε το επιχείρημα του Magee, γιατί η Λογική Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί σημαντική επιρροή στη σκέψη του Bohm, και, ως εκ τούτου είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του εσωτερισμού του. Θα χρησιμοποιήσουμε επίσης τον ορισμό του Faivre ως έναν οδηγό για να κρίνουμε την εσωτερικότητα της φιλοσοφίας του Bohm. 

Bιογραφία με λίγα λόγια 
davidΟ David Josef Bohm γεννήθηκε στη πόλη των μεταλλωρυχείων Wilkes-Barre στην Pennsylvania, στις 20 Δεκεμβρίου 1917, όντας ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας Εβραίων μεταναστών. Το 1935 ο David έφυγε από το Wilkes-Barre για να μελετήσει φυσική στο Πολιτειακό πανεπιστήμιο της Pennsylvania, από όπου πήρε το πτυχίο του το 1939, και ένα χρόνο αργότερα έσμιξε με τον Robert Oppenheimer (1904-1967) στο Πανεπιστήμιο της California στο Berkley για να εργαστεί στη διασπορά των πρωτονίων και δευτερονίων [ΣτΜ: πυρήνες δευτέριου: ισότοπου του υδρογόνου] για το διδακτορικό του δίπλωμα, το οποίο του απονεμήθηκε το 1943. 
Μετά την αποφοίτησή του, ο Bohm εντάχθηκε στο Εργαστήριο Ακτινοβολίας Lawrence στο Berkley, όπου διεξήγαγε ερευνητική εργασία επικεντρωμένη στη θεωρητική κατανόηση της συμπεριφοράς του πλάσματος μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Bohm διάβαζε εκτενώς τον Marx, τον Engels και τον Lenin και έγινε «ένας Μαρξιστής». Εντάχθηκε στο FAECT, μια συνδικαλιστική οργάνωση που είχε ένα τμήμα που λειτουργούσε στο Εργαστήριο Ακτινοβολίας και το Νοέμβριο του 1942 εντάχθηκε επίσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου έμεινε  μόνο για εννέα μήνες. 
Το 1947 ο Bohm διορίστηκε Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton όπου συνέχισε την έρευνά του σχετικά με τη φυσική πλάσματος. Όλα έδειχναν ελπιδοφόρα για τον Bohm, αλλά όταν η σταυροφορία που είχε ξεκινήσει ο Αμερικανός Γερουσιαστής Joseph R. McCarthy ενάντια στον Κομμουνισμό εντάθηκε, ο Bohm ήταν ένας από τους υπόπτους λόγω των πολιτικών του τάσεων και συνελήφθη το Νοέμβριο του 1949. Ενώ απελευθερώθηκε με πληρωμή εγγύησης, το πανεπιστήμιο Princeton έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Bohm απαλλάσσοντάς τον από τα καθήκοντά του ως καθηγητή. Αυτό του έδωσε τον χρόνο να ολοκληρώσει και να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Κβαντική Θεωρία (1951), ένα επιστημονικό σύγγραμμα που ξεχωρίζει από τα άλλα λόγω της ποσότητας του χώρου που αφιερώθηκε στα εννοιολογικά θεμέλια της κβαντικής μηχανικής. Ο Bohm έγραψε το βιβλίο ως μια προσπάθεια να κατανοηθεί καλύτερα η θεωρία και να παρουσιαστεί, «με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», η καθιερωμένη της ερμηνεία, όπως αυτή προτάθηκε από την καινοτόμο σχολή υπό την αιγίδα του Δανού φυσικού Niels Bohr (1885-1962) στην Κοπεγχάγη. 
Παρά το γεγονός ότι η πρόταση αυτή έγινε ευρέως αποδεκτή, δεν πείστηκαν όλοι από τη φιλοσοφία της «Σχολής της Κοπεγχάγης». Μεταξύ των κύριων διαφωνούντων ήταν ο Albert Einstein (1879-1955), ο οποίος δεν αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα της κβαντικής μηχανικής ως μια προγνωστική θεωρία, αλλά ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για τα φιλοσοφικά της θεμέλια. Ο Bohm απέστειλε ένα αντίγραφο της Κβαντικής Θεωρίας του στον Einstein τον οποίο επίσης συνάντησε σε διάφορες περιστάσεις. Εμπνευσμένος από τις συνομιλίες του με τον Αϊνστάιν, ο Bohm δημοσίευσε σε δύο μέρη μια εργασία με τίτλο, Μία Προτεινόμενη Ερμηνεία της Κβαντικής Θεωρίας σε σχέση με Κρυφές Μεταβλητές, εμπεριέχουσα μία συνεπή και εντελώς καινούρια εναλλακτική προσέγγιση για την ορθόδοξη ερμηνεία της. Οι κρυφές μεταβλητές του τίτλου προκάλεσαν κάποια σύγχυση και ο Bohm μετονόμασε την θεωρία του ως «Η Αιτιακή Ερμηνεία».10 Ο Bohm δεν θεωρούσε ότι η Αιτιακή Ερμηνεία ήταν και «η αληθινή»: ο στόχος του ήταν να δείξει την ύπαρξη έγκυρων εναλλακτικών για την ερμηνεία του Κοπεγχάγης και ότι η ύπαρξη διαφορετικών φιλοσοφικών θέσεων ήταν δυνατή. 
Περίμενε ότι η κοινότητα της φυσικής θα αντιμετώπιζε τη πρότασή του με ανοιχτό μυαλό, και ανυπομονούσε να συμμετάσχει σε έναν επιστημονικό διάλογο, καθώς νόμιζε ότι είχε επιτύχει μια πολύ σημαντική επιστημονική ανακάλυψη.(11) Έμελλε όμως να απογοητευτεί, αφού οι σημαντικοί φυσικοί της εποχής αντέδρασαν με αρνητικό τρόπο. Η επιχειρηματολογία κατά του Bohm είχε μικρή σχέση με την επιστήμη και ήταν περισσότερο σχετική με τη πολιτική, τη φιλοσοφία και το προσωπικό ανταγωνισμό. 
Στο μεταξύ, στις 3 Ιουνίου 1951, ο Bohm αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες. Ωστόσο, το Princeton δεν ανανέωσε τη σύμβασή του με αυτόν και από εκείνο το σημείο μπήκε στη μαύρη λίστα και αναγκάστηκε να αποδεχθεί την Έδρα της Φυσικής που του προσέφερε το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, όπου έφτασε στις (10) Οκτωβρίου του 1951. Το γεγονός αυτό δεν τον βοήθησε στην προώθηση ενός διαλόγου με τους άλλους φυσικούς, τον έκανε να αισθανθεί απομονωμένος από το κυρίως ρεύμα της επιστήμης και οι ιδέες του μετατοπίστηκαν προς πιο φιλοσοφικά θέματα, διευρύνοντας το πεδίο της έρευνάς του και παρασύροντάς τον ακόμα πιο μακριά από την κοινότητα της φυσικής. Κατά την παραμονή του στη Βραζιλία ο Bohm είχε την ευκαιρία να διευρύνει τους φιλοσοφικούς του ορίζοντες με έναν τρόπο που θα ήταν αδύνατος οπουδήποτε αλλού. 
Άρχισε να μελετά τη φιλοσοφία του G.W.F. Hegel, ιδιαιτέρως την Εγκυκλοπαίδεια της Λογικής (1817), η οποία παρέμεινε μια πολύ σημαντική πηγή έμπνευσης στην υπόλοιπη ζωή του. 
Ο Bohm στην Βραζιλία δεν αισθάνθηκε ποτέ σαν στο σπίτι του και έφυγε τον Ιανουάριο του 1955 για να γίνει Καθηγητής στο Technion [ΣτΜ: Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ισραήλ] στην Χάιφα. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στο Ισραήλ γνώρισε την Sarah Woolfson, την οποία παντρεύτηκε τον Μάρτιο του 1956. Αργότερα, το 1957, δέχτηκε μια πενταετή ερευνητική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Bristol όπου ανακάλυψε μία περίεργη επίπτωση της κβαντικής μηχανικής, η οποία είναι σήμερα γνωστή ως φαινόμενο Aharonov-Bohm. Το 1961 κατέλαβε τη νεοσύστατη Έδρα της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Birkbeck College, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1983. Στην εναρκτήρια ομιλία του, με θέμα, Προβλήματα στις Βασικές Έννοιες της Φυσικής, που δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1963, ο Bohm εκκίνησε τολμηρά προς νέες κατευθύνσεις. 
Το φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα του Bohm και οι ολιστικές του τάσεις, τον οδήγησαν να εξερευνήσει θέματα και να γνωρίσει ανθρώπους πέρα από τον τομέα της φυσικής. Το 1962 άρχισε μια εκτεταμένη αλληλογραφία με τον ζωγράφο Charles Biederman (1906-2006), ο οποίος είχε επικοινωνήσει μαζί του μετά την ανάγνωση του έργου, Αιτιότητα και Τυχαιότητα στη Σύγχρονη Φυσική (1957), του δεύτερου βιβλίου του Bohm.12 Ο Bohm το 1962 γνώρισε επίσης τον Βρετανό μαθηματικό και συγγραφέα John Godolphin Bennett (1897-1974), ευρύτερα γνωστό για τη σχέση του με τον Άρμενο-Έλληνα εσωτερικό δάσκαλο, George I. Gurdjieff (1866-1949). Ο Bohm και ο Bennett είχαν μια τριετή αντιπαράθεση απόψεων σε θέματα που άγγιζε ο Bennett στα Θεμέλια της Φυσικής Φιλοσοφίας (1956), στο πρώτο τόμο του τετράτομου έργου του με τίτλο Το Δραματικό Σύμπαν (1956 -1966), το οποίο εμβαθύνει στις εσωτερικές διδασκαλίες τους Γκουρτζίεφ.(13) 
Η πιο δραματική γνωριμία όμως του Bohm ήταν με τον Ινδό εσωτερικό δάσκαλο, Jiddu Krishnamurti (1895-1986), τον οποίο συνάντησε προσωπικά στο Λονδίνο το 1961 και ανέπτυξε μαζί του μια στενή φιλία. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι ο Krishnamurti ήταν εντελώς ανοιχτός, έτοιμος να εξερευνήσει πράγματα μέσα σε ένα πνεύμα ανοιχτού διαλόγου και σε θέση να τον προκαλέσει. Για τον Krishnamurti η συνάντηση με τον Bohm ήταν εξίσου συγκλονιστική, καθώς δεν είχε υπάρξει ποτέ ένα ισάξιο με αυτόν άτομο που να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, φιλικό προς τη διδασκαλία του και με τις γνώσεις και τις διανοητικές ικανότητες του Bohm. Ο Bohm αφοσιώθηκε με όλη του τη καρδιά και τη ψυχή στον εσωτερικό κόσμο του Krishnamurti. Αφιέρωσε πολύ χρόνο και έκανε πολλά έξοδα για να συμμετάσχει στης δραστηριότητες του Krishnamurti σε όλο τον κόσμο. Επισκεπτόταν ετησίως την ελβετική πόλη του Saanen όπου ο Krishnamurti συνήθιζε να παρουσιάζει τις ομιλίες του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Έγινε θεματοφύλακας της Σχολής του Krishnamurti στο Brockwood Park στο Hampshire και στο ίδρυμα Krishnamurti. Εμπλεκόταν επίσης πολύ με δραστηριότητες που σχετίζονταν με το κέντρο του Ojai στην California, όπου ο Krishnamurti είχε την μόνιμη κατοικία του. Ο Bohm συμμετείχε εκτενώς σε δημόσιους διαλόγους με τον Krishnamurti, πολλοί από τους οποίους καταγράφηκαν και εκδόθηκαν σε μορφή βιβλίου.(14) 
Η σχέση τους είχε ένα πι σωγύρισμα το 1986, όταν ο Krishnamurti ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί του για θέματα εξάρτησης και για τη τάση του προς την κατάθλιψη. Ο Krishnamurti παραπονέθηκε ότι ο Bohm ήταν πολύ διανοητικός και ότι είχε αποτύχει να εφαρμόσει τη διδασκαλία του στη πράξη. Ο Bohm, από την πλευρά του, είχε ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την αξίωση του Krishnamurti για την ανάγκη εγκατάλειψης όλων των δασκάλων, ενώ ταυτόχρονα αυτός παρουσιάζονταν ως τέτοιος. Για κάποιο διάστημα οι δύο άνδρες παρέμειναν αποξενωμένοι, αλλά με το χρόνο άμβλυναν της διαφορές τους και αποκατέστησαν έναν διάλογο. Ωστόσο, οι μεταξύ τους συνομιλίες είχαν χάσει την αλλοτινή τους ενέργεια και το βάθος. Ο Bohm είχε λόγο να παραμείνει επιφυλακτικός απέναντι στον Krishnamurti ως άνθρωπο, αλλά όχι για τις διδασκαλίες που ο ίδιος πάντα θεωρούσε ορθές. 
Ο Bohm συνταξιοδοτήθηκε από τo Birkbeck το 1983. Το 1980 δημοσίευσε το φημισμένο του έργο, Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη, μια συλλογή από άρθρα, γραμμένα κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Συνέχισε τη διεύρυνση του πλαισίου της Ενδογενούς Τάξης στο πολύ ριζοσπαστικό Επιστήμη Τάξη και Δημιουργικότητα (1987), έργο γραμμένο σε συνεργασία με τον David Peat.15 Στο έργο, Μια Νέα Θεωρία για τη Σχέση Μεταξύ Νου και Ύλης (1990) ανέπτυξε μία πανψυχική φιλοσοφία του νου βασισμένη στην «ολοκίνηση».16 Αργότερα η τεχνική διαλόγου του Βρετανού ψυχολόγου Patrick De Mare (1916-2008), χτύπησε μια χορδή του Bohm ο οποίος ανέπτυξε τη δική του εκδοχή μιας ομάδας διαλόγου στο πλαίσιο της Ενδογενούς Τάξης.17 Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ο Bohm επέστρεψε στο πρόβλημα της ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής, την οποία συνέχισε να αναπτύσσει κυριολεκτικά μέχρι τη τελευταία ημέρα της ζωής του. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι η λέξη «αιτιακή» δεν απέδιδε τον κύριο σκοπό της ερμηνείας του, που ήταν να προσδώσει μια οντολογία στον κβαντικό κόσμο. Η «Οντολογική Ερμηνεία» είναι το όνομα που επέλεξε για την τελευταία απόδοση της ερμηνείας του, όπως εμφανίζεται στο, Αδιαίρετο Σύμπαν: μια οντολογική ερμηνεία της κβαντομηχανικής (1993), το τελευταίο βιβλίο που έγραψε σε συνεργασία με τον Basil Hiley και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του το 1993.18 Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου ο Bohm σχεδίασε ένα αρκετό ριζοσπαστικό πρόγραμμα έρευνας που περιελάμβανε τη συνείδηση και τον νου. Πέθανε στις 27 Οκτώβριου του 1992, μερικές ώρες μετά τη συμφωνίας του με τον Hiley για τις τελικές λεπτομέρειες. 

Εσωτερισμός του Bohm

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του Bohm είναι μία οντολογική ολοκρατία, παρόμοια με μια μυστικιστική ενοποίηση στην οποία η κύρια κατηγορία περιλαμβάνει τα πάντα.(19) Η επίτευξη της ολότητας δεν ήταν κάτι που ο Bohm έμαθε διαβάζοντας, ήταν εγγενής στις μυστικιστικές καταστάσεις που είχε βιώσει κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και σε κάποιες άλλες περιόδους της ζωής του: 
Αυτό έχει σχέση με όσα είπα πριν σχετικά με την πρώιμη παιδική μου ηλικία όταν έβλεπα φως και άπλωνα το χέρι μου να το φτάσω και όλα τα φώτα να απλώνονται στο σκοτάδι και να έρχονται σε επαφή με τα πάντα [...] Κατά κάποιο τρόπο εισήλθα στον κόσμο του φωτός [...] Είχα αυτό το όραμα της επίγνωσης ενός υπερβολικά έντονου φωτός, κάτι περισσότερο πραγματικού [...] ιδιαιτέρως έντονη επίγνωση ενός διάχυτου φωτός μέσα στο οποίο τα πάντα θα μπορούσαν να φαίνονται όπως είναι.(20)
Η φιλοσοφία του όμως προχωρά πέρα από την απλή δήλωση της ενότητας του κόσμου. Για τον Bohm η φύση αυτής της ολοκληρίας είναι η καθαρή κίνηση. Η πραγματικότητα ως «μια αδιάσπαστη ολότητα της ολοκληρίας της ύπαρξης, ως μια αδιαίρετη, ρέουσα κίνηση χωρίς σύνορα» είναι το κλειδί των φιλοσοφικών ιδεών του Bohm.21 Ο Bohm προτείνει ότι η «κίνηση» είναι η θεμελιώδης άποψη της πραγματικότητας και η «ύπαρξη» μία δευτερεύουσα. Τα πράγματα είναι σταθερές ιδιότητες της θεμελιώδους κίνησης, χρήσιμες αφηρημένες έννοιες που αντικειμενοποιούνται από τον νου: δεν είναι η «πραγματικότητα». Η φιλοσοφία του Bohm είναι μια επιστροφή στην «κίνηση ur», μια ιδέα ριζωμένη στη δικές του εμπειρίες: 
[...] έπρεπε να διασχίσουμε το ρεύμα [...] ξαφνικά έκανα αυτό το άλμα και λειτούργησε, βλέπετε, ενώ πριν θα είχα πει ότι πρέπει να κάνω ένα βήμα τη φορά από τη μια πέτρα στην άλλη και να σταματάω για να δω πού μπορώ να κάνω το επόμενο βήμα και ούτω καθεξής [...] και ξαφνικά είχα αυτή την ενόραση ότι δεν ήταν απαραίτητο, ότι η κίνηση από μόνη της ήταν μια κατάσταση ύπαρξης [...] υπήρξε η ιδέα ότι η κίνηση ήταν πρώτη και η ύπαρξη ήταν μέρος της.(22) 
Ο Bohm αρχίζει να συναρθρώνει την φιλοσοφική του ατζέντα στο δεύτερο βιβλίο του, Αιτιότητα και Τυχαιότητα στη Σύγχρονη Φυσική (1957)23 μια έρευνα σχετικά με την διαλεκτική σχέση μεταξύ αιτιοκρατίας και πιθανοκρατίας στο φυσικό νόμο. Υποστηριζόμενος από κάποια πρωτοποριακή έρευνα στη θεωρία του χάους που έδειξε την ανάδυση του απρόοπτου μέσα στο βασίλειο των αιτιοκρατικών μηχανικών νόμων, διατύπωσε την ιδέα της ύπαρξης μιας σειράς από εναλλακτικά «επίπεδα»: ένα επίπεδο αιτιοκρατικού νόμου (κλασική μηχανική) που είναι το αποτέλεσμα ενός πιο θεμελιώδους επιπέδου, όπου βασιλεύει ο στατιστικός νόμος (κβαντομηχανική), το οποίο με τη σειρά του είναι αποτέλεσμα ενός ακόμα βαθύτερου επίπεδου που αποκρίνεται στην αιτιοκρατία (μια ανύπαρκτη θεωρία που θα μπορούσε να εξαχθεί από την Αιτιακή Ερμηνεία), και ούτω καθεξής. Το βιλίο είναι εξαιρετικά επηρεασμένο από τη διαλεκτική του Hegel. Μια σημαντική ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά το Αιτιότητα και Τυχαιότητα είναι το «ποιοτικό άπειρο της φύσης»: 
[...] Η φύση δεν ήταν περιορισμένη, αλλά ήταν άπειρη στις ιδιότητες τις [...] η φύση είναι απείρως πλούσια και όλα πλέκονται μαζί σε ένα σύνολο, όπου τα αντίθετα διαπλέκονται δυναμικά με αυτόν το διαλεκτικό τρόπο.(24) 
Ο Bohm χρησιμοποιεί αυτή τη σύλληψη για να επικρίνει αυτό που αποκαλεί μηχανιστική φιλοσοφία, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι να ανάγει όλους τους νόμους της φύσης σε ένα πεπερασμένο αριθμό αντικειμένων και νόμων. Αυτή η σκάλα τάξεων τον οδήγησε να συνεπάγει μια σχέση μεταξύ του νου και της ύλης ως απλά διαφορετικά επίπεδα του ίδιου Όλου. Έτσι τώρα, ο Bohm είχε ήδη στραφεί προς τον ιδεαλισμό του Hegel που θεωρεί την σκέψη ως μια διαδικασία: 
[...] λέτε ότι η σκέψη είναι μια υλική διαδικασία [...] αν θέλετε να είστε ένας υλιστής. Αν δεν θέλετε, θα το θέσουμε με εγγελιανούς όρους, κάτι που σημαίνει ότι η σκέψη είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, και ότι η ίδια η ύλη είναι σαν τη σκέψη του Θεού. Η ίδια η ύλη είναι το σύμβολο της σκέψης του Θεού.(25) 
Ο Bohm υποστήριξε ότι ήταν επιβεβλημένο να συνειδητοποισουμε τη τάση της σκέψης προς το κατακερματισμό, καθώς η κύρια πηγή των προβλημάτων στο άτομο και στη κοινωνία είναι η συγχυτική ταύτιση του κατακερματισμού που παράγεται από τη σκέψη, με την έννοια της «πραγματικότητας». Ο Bohm στο έργο του, Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη (1980), μια συλλογή άρθρων που έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, γράφει ότι:  
Αυτό που μάλλον πρέπει να ειπωθεί είναι ότι η ολότητα είναι αυτό που είναι πραγματικό, και ότι ο κατακερματισμός είναι η απάντηση αυτού του συνόλου στη δράση του ανθρώπου που καθοδηγείται από την ψευδαισθητική αντίληψη, η οποία διαμορφώνεται από την κατακερματισμένη σκέψη. Με άλλα λόγια, ακριβώς επειδή η πραγματικότητα είναι ένα Όλο, είναι και αναπόφευκτο για τον άνθρωπο με την κατακερματισμένη του προσέγγιση, να απαντηθεί με αντίστοιχα κατακερματισμένη απόκριση. Έτσι, αυτό που χρειάζεται στον άνθρωπο είναι να δώσει προσοχή στην συνήθειά του να σκέφτεται κατακερματισμένα, να έχει την επίγνωση αυτού του γεγονότος, και έτσι να τη σταματήσει.(26) 
Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη περιλαμβάνει επίσης και την Κβαντική Θεωρία ως μια Ένδειξη μιας Νέας Τάξεως στη Φυσική, (μέρη Α και Β, που εκδόθηκαν παλαιότερα το 1971 και 1973 αντίστοιχα), έργο στο οποίο ο Bohm, παρουσίασε για πρώτη φορά αναλυτικά την «Ενδογενή Τάξη». Ο Bohm δεν δίνει ποτέ έναν ορισμό για την Ενδογενή Τάξη: αυτός μόνον υπονοείται με φράσεις όπως «αδιάσπαστη ολότητα της ολοκληρίας της ύπαρξης ως μια αδιαίρετη ροή κίνησης χωρίς όρια» και με τη χρήση κάποιων μεταφορών, ειδικότερα αυτής του ολογράμματος.(27)
Το έργο Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη είναι μια καλή σύνοψη των ιδεών του Bohm εκείνης της εποχής, αλλά όχι μια σύνοψη της «τελευταίας λέξης» του. Για τον ίδιο τον Bohm δε θα υπήρχε ποτέ μια «τελευταία λέξη», επειδή θεωρούσε ότι τίποτα οριστικό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί σχετικά με την Ενδογενή Τάξη. 
Η Ενδογενής Τάξη δεν ήταν η τελική «πραγματικότητα» για τον Bohm. Κάποια στιγμή αργότερα έγραψε το πιο ριζοσπαστικό έργο, Επιστήμη Τάξη και Δημιουργικότητα (1987) σε συνεργασία με τον David Peat.(28) Στο βιβλίο αυτό ο Bohm παρουσίασε την «Υπέρ-Ενδογενή Τάξη" που έχει την ίδια σχέση με την Ενδογενή Τάξη, όπως η Ενδογενής Τάξη έχει με την Φαινόμενη Τάξη, τον κόσμο δηλαδή που βιώνουμε. Έχοντας εισάγει μια δεύτερη ενδογενή τάξη που αγκαλιάζει τη πρώτη, υπάρχει μια τρίτη και ούτω καθεξής. Ο Bohm εισήγαγε έναν καινούργιο νεολογισμό για να αναφερθεί σε αυτή την ολοκληρία τάξεων, την «ολοκίνηση», ώστε να δώσει έμφαση στην αδιάσπαστη και αδιαίρετη ολοκληρία της απροσδιόριστης και μη μετρήσιμης «κίνησης ur». Ο Bohm συνέχισε να εφαρμόζει αυτές τις ιδέες για να εξετάζει τη φύση της δημιουργικότητας, ως τη λειτουργία της Γενεσιουργού Τάξης μέσα στην οποία η φαντασία είναι:
[…] ουσιαστικά η δημιουργική πηγή της πραγματικότητας. Έξω όμως από αυτήν την φαντασία που περιλαμβάνει το συναίσθημα και ένα είδος θέλησης μέσω του οποίου αναδύονται όλων των ειδών τα πράγματα. Η μορφή των πραγμάτων που μπορεί να είναι άγνωστη. Η φαντασία δεν είναι απλώς μια αντανάκλαση από αυτό που υπάρχει εν τούτοις, μπορεί να αντανακλά αυτό που πράγματι υπάρχει, αλλά μπορεί επίσης να υπερβαίνει αυτό που υπάρχει για να παράγει δημιουργικά αυτά που ήταν μόνο δυνητικότητες.(29)

Επίσης, χρησιμοποίησε την ολοκίνηση για να παρουσιάσει τη σχέση μεταξύ του νου και της ύλης σε ένα σημαίνον άρθρο με τίτλο, Μια νέα θεωρία της Σχέσης του Νου με την Ύλη (1990). Ο Bohm αντιτάχτηκε στη χρήση της διχοτόμησης «νου-ύλης» καθώς πίστευε ότι η αναφορά με αυτό τον τρόπο σε μια αδιαίρετη ολότητα μέσα στην ίδια, εισήγαγε έναν τεχνητό κατακερματισμό. Για να αναφερθεί στις δύο πλευρές αυτού του Όλου χρησιμοποίησε τους όρους «somasignificance » και «signasomatic». 
Για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις του κατακερματισμού, είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας: ‘να παρατηρούμε τον παρατηρούμενο’. Ο Bohm υποστήριξε ότι οι σκέψεις μας συνεχίζουν να παράγουν συνέπειες παρότι βρίσκονται εκτός της επίγνωσής μας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υποστήριξε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία είχαν τις ρίζες τους στον τρόπο που χρησιμοποιούν την σκέψη οι άνθρωποι. Η σύγχυση του κατακερματισμού ως αποτέλεσμα των συνηθισμένων λειτουργιών του εγκεφάλου οδήγησε τους ανθρώπους να αντιληφθούν τον κόσμο με ένα λανθασμένο τρόπο. Πίστευε ότι ομάδες διαλόγου θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διόρθωση αυτής της σύγχυσης κάνοντας το άτομο να αναγνωρίσει τον τρόπο με τον οποίο ο νους του λειτουργεί. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματικός ο διάλογος, τα άτομα πρέπει να είναι ικανά να αναστείλουν τις άμυνες τους και να ακούσουν με ένα ανοιχτό μυαλό, και για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητη μία εξατομικευμένη πρακτική και η πειθαρχία.
Για τους ακαδημαϊκούς του δυτικού εσωτερισμού οι μελέτες αυτές για την ολοκρατία, τον νου και την ύλη, η «rheomode », η οντολογία της διαδικασίας, τα άπειρα επίπεδα της φύσης, η ενδογενής τάξη, η σκέψη ως πραγματικότητα, η παρατήρηση του παρατηρητή, η αδυναμία της κατανόησης του όλου, και πολλές άλλες ιδέες του Bohm θα είναι οικείες.  Υποστηρίζουμε ότι ο λόγος για τον οποίο ο Bohm ελκυόταν από εσωτερικούς στοχαστές ήταν επειδή ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς. Αναγνώρισε και συνάντησε στον εσωτερισμό χαρακτηριστικά που ήταν παρόμοια με τη δική του σκέψη: iΗ ολοκίνηση είναι μια ζωντανή διαδικασία και όλο το σύμπαν περιέχεται μέσα σε αυτήν, ii) Η φαινόμενη, ενδογενής, υπερενδογενής και άλλες τάξεις είναι μια σειρά επίπεδων σε αντιστοιχία, που αποτελούν το ποιοτικό άπειρο της φύσης iiiείναι δυνατό να μεταμορφώσει τον κόσμο με τη χρήση τεχνικών όπως ο διάλογος του iv) η φαντασία είναι ο τρόπος που εμπλεκόμαστε με την Γενεσιουργό Τάξη. 
Δεν είναι τυχαίο ότι προσελκύστηκε από την Επιστήμη της Λογικής του Hegel, ένα οντολογικό σύμπαν άμεσα χαρτογραφημένο πάνω στην χριστιανική Καμπάλα και στις διδασκαλίες του Krishnamusrti. Ο Bohm ο ίδιος αναγνώρισε τη σημασία της επιρροής του Hegel και της εσωτερικής διδασκαλίας του Krishnamusrti στη σκέψη του. Σε μια συνέντευξη που διεξήχθη από τον William MAngelos τον Σεπτέμβριο του 1990 στο Άμστερνταμ, μόλις δύο χρόνια πριν το θάνατό του Bohm, ο ίδιος, σχολιάζει για την Ενδογενή Τάξη: 
Πράγματι επεξεργάστηκα αυτό το θέμα με τον Krishnamusrti και συναντιόμασταν κάθε χρόνο όταν ήρθε στο Λονδίνο [...] είχαμε πολλές συζητήσεις, βλέπετε. Νομίζω ότι εν μέρει μέσα από αυτές τις συζητήσεις, αν και όχι εξ’ ολοκλήρου, έφτασα σε αυτή την ιδέα της Ενδογενούς Τάξης. Συνήθιζε σε μεγάλο βαθμό να με ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να είχα την ιδέα αυτή πριν σε μια πολύ σπερματική μορφή.(30) 
Εξέδωσε αρκετές συζητήσεις με τον Krishnamurti: Το Τέλος του Χρόνου (1985), Το Μέλλον της Ανθρωπότητας (1986), Τα Όρια της Σκέψης (1999). Σε αυτές, οι συνέπειες της σύγχυσης που προκαλείται από τον τάση κατακερματισμού της σκέψης έχουν μια περίοπτη θέση. Συζήτησαν την ανάγκη να ξεπεραστεί η σύγχυση και τους τρόπους για να γίνει αυτό. Αλλά αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε είναι πως ο Bohm λέει ότι ο Krishnamurti τον ενθάρρυνε να διατυπώσει αυτό που ήταν ήδη εκεί. Ο Bohm είχε τις περισσότερες από τις ιδέες του σχηματισμένες όταν συνάντησε τον Krishnamurti. Ο εσωτερισμός του Bohm προηγήθηκε της συνάντησής του με τον Krishnamurti. Τελικά, τι κάνει με την επιστήμη του ένας επιστήμονας με εσωτερικές κλίσεις και μια τάση να ενοποιεί τις σκέψεις του σε ένα ενιαίο σύστημα; 

H Ερμηνεία της Κβαντομηχανικής 


Ο Bohm προσπαθούσε πάντα να ενσωματώσει τη φιλοσοφία του στη φυσική του. Η κλίση του Bohm στις συμβολικές μεταφορές και την ολότητα συναντάται από πολύ νωρίς στη καριέρα του. Χρησιμοποίησε τις σπουδές του πάνω στη μελέτη του πλάσματος για να κατασκευάσει μια «μεταφορά» για μια κοινωνία, εδραιωμένη πάνω στην ολοκρατική μαρξιστική φιλοσοφία: 
Το πλάσμα έγινε πολύ ενδιαφέρον για μένα. Ήταν μια αυτοσυντηρούμενη κίνηση, τέτοια ώστε κάθε ηλεκτρόνιο έχει την ελευθερία του [...] το είδα αυτό ως ένα μοντέλο κοινωνίας, όπου θα ήθελα να αρχίσω να κατανοώ τη σχέση του ατομικού ανθρώπου με τον συλλογικό.(31) 
Ο Bohm έγραψε την Κβαντική Θεωρία του, με στόχο να παρουσιάσει τη φιλοσοφία τού Niels Bohr υπό το καλύτερο δυνατό φως. Σε ένα μεγάλο μέρος του κειμένου η προσοχή είναι στραμμένη σε φιλοσοφικά ζητήματα.  Ο Bohm περιλαμβάνει επίσης μια συζήτηση για τις ομοιότητες μεταξύ του νου και της ύλης που εκμαιεύονται από την κβαντομηχανική.(32) Η Κβαντική ολοκρατία παρουσιάζεται λεπτομερώς και χρησιμοποιείται ως επιχείρημα κατά της μηχανικής φιλοσοφίας που αναλύει τον κόσμο κατατέμνοντάς τον σε διακριτά μέρη. Ο Bohm καταλήγει στο συμπέρασμα ότι 
Αυτό σημαίνει ότι ο όρος «κβαντική μηχανική» είναι πιο πολύ μια ακυρολογία. Θα έπρεπε ίσως να αποκαλείται κβαντική μη-μηχανική

Μετά την σύνταξη της Κβαντικής Θεωρίας, ο Bohm αισθάνθηκε ότι είχε αποτύχει στο στόχο του, να κατανοήσει τη θεωρία, καθώς ακόμη υπήρχαν ορισμένα ασαφή στοιχεία. Η Αιτιακή Ερμηνεία του είναι μια προσπάθεια να ξεκαθαριστεί η ασαφής ολοκρατία στην ορθόδοξη ερμηνεία της κβαντο-μηχανικής. Η πιο σημαντική πτυχή της Αιτιακής Ερμηνείας είναι η παρουσίαση ενός «κβαντικού δυναμικού» ενός δυναμικού με πολύ ασυνήθιστες φυσικές ιδιότητες. Μία από αυτές είναι η μη τοπικότητα της που εξηγεί την διεμπλοκή. Στην αρχική της μορφή, η Αιτιακή Ερμηνεία δεν εξηγεί από που προέρχεται το κβαντικό δυναμικό. Υποθέτεται απλά ότι αποτελεί μέρος της πειραματικής κατάστασης. Η Ενδογενής Τάξη μπορεί να θεωρηθεί ως μια περαιτέρω ανάπτυξη για να εξηγηθεί από πού προέρχεται το κβαντικό δυναμικό και γιατί έχει ασυνήθιστες ιδιότητες. 
Οι περισσότερες ιδέες που παρουσιάζονται στην εναρκτήρια ομιλία του στο Birkbeck, με τίτλο, Προβλήματα στις Βασικές Έννοιες της Φυσικής, είναι φιλοσοφικές. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι ήταν απαραίτητο να ξεκινήσει μια πλήρη επανεξέταση των κατηγοριών της κληρονομημένης από την κλασική φυσική σκέψης, μετατοπίζοντας την έμφαση στη διαδικασία και την κίνηση από τα σωματίδια και τα πεδία. Σκέφτηκε ότι οι αλγεβρικές τοπολογικές δομές θα ήταν πιο κατάλληλες για να περιγράψουν έναν προ-χώρο που θα ήταν πιο θεμελιώδης από το χώρο-χρόνο που ήταν διαμορφωμένος σύμφωνα με τις μετρικές δομές που χρησιμοποιούνταν στις παρούσες θεωρίες.34 Μία συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι η παρουσίαση της Υπερ-Ενδογενούς Τάξης, που προέκυψε πρώτη στην αιτιακή θεώρηση των κβαντικών πεδίων:  
Στη θεωρία των σωματιδίων, η Αιτιακή Ερμηνεία, με την έμφαση να δίνεται στο κβαντικό δυναμικό, φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να είναι ένα βήμα μακριά από το να θεωρήσει την ενδογενή τάξη ως βασική. Αλλά στην Αιτιακή Ερμηνεία της θεωρίας πεδίου, αυτό δεν είναι έτσι. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο ενδογενείς τάξεις σε μια καθορισμένη σχέση. Η πρώτη ενδογενής τάξη είναι απλά το ίδιο το πεδίο και η κίνησή του, που περιγράφονται από τις συναρτήσεις του Green. Είναι απλά μια μορφή της ενδογενούς τάξης. Η δεύτερη Ενδογενής Τάξη αποκτάται στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη την υπερ-κβαντική κυματική συνάρτηση. Αυτό έχει σχέση με το συνολικό πεδίο, όπως η αρχική κυματική συνάρτηση σχετίζεται με το σωματίδιο. Μια πιο λεπτομερής επεξεργασία δείχνει ότι η υπερ-κβαντική κυματική συνάρτηση κινείται επίσης σε ένα είδος ενδογενούς τάξης η οποία είναι, ωστόσο, πολύ πιο δυσδιάκριτη και πολύπλοκη από ό, τι είναι η πρώτη ενδογενής τάξη. Στη συνέχεια αυτή συνιστά τη δεύτερη ενδογενή τάξη.(35) 
Πολύ περισσότερο από μία λεπτομερή επιστημονική γνώση, αυτό που ο Bohm πρότεινε ήταν μία νέα ιδέα για την επιστήμη και έναν νέο τρόπο να ασκείται η επιστήμη. Στο σύγγραμμά του, με τίτλο, Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας (1965), συμπεριέλαβε ένα φιλοσοφικό παράρτημα για την «Φυσική και Αντίληψη» όπου συμπέρανε ότι η επιστήμη είναι βασικά ένας τρόπος επέκτασης της αντιληπτικής επαφής του ανθρώπου με τον κόσμο, ένα μέσο για να εδραιωθεί μία δημιουργική επαφή με τον κόσμο, και ότι η σημασία της επιστημονικής γνώσης ήταν δευτερεύουσα: 
[...] η επιστήμη δεν οδηγεί στη γνώση μιας απόλυτης αλήθειας [...] Γιατί η γνώση που τροφοδοτείται από την επιστήμη είναι (όπως και κάθε άλλη γνώση) βασικά μία έκφραση της δομής που έχει αποκαλυφθεί κατά τη διαδικασία του να ερχόμαστε από στιγμή σε στιγμή σε επαφή με έναν κόσμο, η ολοκληρία του οποίου φθάνει πέρα από την ικανότητά μας να κατανοούμε οποιαδήποτε δοθείσα ομάδα κανόνων, ιδεών, εννοιών, αντιλήψεων, κλπ.(36) 
Για τον Bohm η φυσική ήταν μία μορφή αίσθησης, μία διαισθητική κατανόηση ή ακόμα και μία «αισθητική αντίληψη» για να χρησιμοποιήσω περισσότερο μεγαλόσχημες λέξεις. Ως μία αίσθηση στο σώμα του, οι σκέψεις και το σώμα του ήταν το ένα μέρος του άλλου. Η κατανόησή του ήταν μία άμεση αντίληψη της φυσικής που του έδωσε διαισθητικά τις απαντήσεις σε προβλήματα. Αυτός κατόπιν συμπλήρωνε τις μαθηματικές λεπτομέρειες σαν ένα θέμα σύμβασης και αυτές οι μαθηματικές προελεύσεις των λύσεων ήταν συχνά λανθασμένες. Τα συγγράματά του είναι γεμάτα από μαθηματικά λάθη χωρίς να ανατρέπεται η ορθότητα των φυσικών του συμπερασμάτων. Παραπονιόταν ότι οι φυσικοί είχαν γίνει πολύ μαθηματικοί, ξεχνώντας τη φυσική κατάσταση που ήταν η προέλευση του προβλήματος. 
Το Αδιαίρετο Σύμπαν, το τελευταίο βιβλίο φυσικής του Bohm σε συνεργασία με τον Basil Hiley, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1993, είναι ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο. Ο πρωταρχικός του σκοπός είναι να συνοψίσει την Οντολογική Ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής (37). Στο τελευταίο κεφάλαιο του Αδιαίρετου Σύμπαντος, ο Bohm και ο Hiley παρουσιάζουν ένα ερευνητικό σχέδιο για την ανεύρεση μίας εναλλακτικής διατύπωσης της κβαντικής μηχανικής, βασισμένο σε μία αλγεβρική περιγραφή της Ενδογενούς Τάξης στην οποία φιγουράρει ρητά η ολοκίνηση. Αυτή η προσέγγιση τους οδήγησε στο να λάβουν υπόψη τους τις άλγεβρες που παρουσίασε ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος William KClifford (1845-1879), ο οποίος στο άρθρο Σώμα και Νους πρότεινε μία μονιστική φιλοσοφία στην οποία η «νοητική ουσία» είναι η θεμελιώδης πραγματικότητα. 
Το τελευταίο τμήμα του Αδιαίρετου Σύμπαντος, βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Bohm με τίτλο, Μία Νέα Θεωρία για τη Σχέση του Νου και της Ύλης, αποτελεί μία αμεταμέλητη θεωρία συναίσθησης, στην οποία υπονοείται ότι η πρωταρχική εμπειρία στη συνείδηση, είναι αυτή μίας Ενδογενούς Τάξης. Η διαδικασία της συνείδησης εκδηλώνει δύο πλευρές: μία φυσική και μία διανοητική:

Ποια είναι η σχέση μεταξύ των φυσικών και διανοητικών διαδικασιών; Η απάντηση που προτείνουμε εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν δύο διαδικασίες. Αυτό που μάλλον υπονοείται είναι ότι και οι δύο είναι στην ουσία ίδιες. Αυτό σημαίνει πως αυτό που εμείς εμπειριώνουμε ως νου, στη κίνησή του μέσα στα διάφορα επίπεδα ευφυΐας, θα κινήσει τελικά το σώμα με έναν φυσικό τρόπο, φθάνοντας στο επίπεδο του κβαντικού δυναμικού και του «χορού» των σωματιδίων [...] με κάποια έννοια, μία στοιχει ώδης ποιότητα ομοιάζουσα με νου, είναι παρούσα ακόμα και στο επίπεδο της στοιχειώδους φυσικής [...] δεν υπάρχει πραγματικός διαχωρισμός μεταξύ του νου και της ύλης [...] η βαθύτερη πραγματικότητα είναι κάτι πέρα από τον νου και την ύλη [...] η ζωή είναι παντοτινά περιπτυγμένη με ύλη και ακόμα βαθύτερα στο υποκείμενο έδαφος μιας γενικευμένης ολοκίνησης όπως είναι ο νους και η συνείδηση [...] ο παρατηρητής μαζί με τις σκέψεις του περιέχεται σε αχώριστους τρόπους [...] οι γενικές θεωρίες της φυσικής είναι μία επέκταση αυτής της διαδικασίας.(38)
Ο αναγνώστης του τελευταίου παραθέτος πρέπει να θυμάται ότι το Αδιαίρετο Σύμπαν είναι ένα βιβλίο φυσικής. Tο Συμπέρασμα Τα συμπεράσματά μας είναι ότι: 
• Ο Bohm είναι ένας εσωτερικός στοχαστής:
- Θέλχτηκε από τον εσωτερισμό των Hegel, Bennet, Krishnamurti, Gurdjieff, Ouspensky. Ελκυόταν από αυτούς εξαιτίας του δικού του οράματος για την ολότητα και όχι γιατί ήταν επηρεασμένος από αυτά που είχε διαβάσει. Ο εσωτερισμός του προέρχεται από τη δική του εμπειρία. Συνάρθρωσε τη φιλοσοφία του με τη βοήθεια των ανθρώπων που συνάντησε στη ζωή του.
- Η φιλοσοφία του περιέχει όλα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός εσωτερικού συστήματος: α) Ζώσα φύση - Ολοκίνηση β) Αναλογίες-Φαινόμενη, Ενδογενής, Υπερ-Ενδογενής, Τάξεις γ) Μεταμόρφωση - Διάλογος δ) Φαντασία - η Γενεσιουργός Τάξη. 
• Η επιστήμη του, ειδικότερα η ερμηνεία του για την κβαντική μηχανική, ενσωματώνει αυτό το εσωτερικό όραμα. Η Οντολογική Ερμηνεία είναι μία εσωτερική ερμηνεία επειδή αναπτύχθηκε από έναν εσωτερικό στοχαστή που πάλεψε σκληρά να διατηρήσει την ακεραιότητά της δικής του σκέψης. 
• Δεν προτείνει μόνο μία διαφορετική επιστημονική θεωρία, αλλά έναν διαφορετικό τρόπο να ασκείται η επιστήμη. 


ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ