Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο Φόβος του Θανάτου -Κωνσταντίνος Γραβάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο Φόβος του Θανάτου -Κωνσταντίνος Γραβάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Φόβος του Θανάτου - Κωνσταντίνος Γραβάνης

  Κάθε χρόνο τις ημέρες του Πάσχα περιγράφεται σε κάθε χριστιανικό ναό τo μυστήριο του θανάτου και της επαναγέννησης του λυτρωτή Θεανθρώπου. Ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε ανθρώπου, το αρχέτυπο του σωτήρα θεού που ενσαρκώνεται εν πνεύματι στον αισθητό κόσμο για να θυσιάσει τον εαυτό του και να αναγεννηθεί φέρει σπουδαία εσωτεριστική αξία. 
   Πρόκειται για παράδοση προ-χριστιανική καθώς η ιστορία του θνήσκοντος και αναστάντος θεού ανευρίσκεται στους περισσότερους μυστηριακούς θεσμούς των αρχαίων Ελλήνων. Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον θεό Πλούτωνα -ως αλληγορία του θανάτου και της αναγέννησης της Φύσης- που αποτέλεσε τη βάση των Μυστηρίων της Ελευσίνας, η ιστορία των παθών, του θανάτου και της αναγέννησης του θεού Διόνυσου, το θείο δράμα του ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα, η οδυνηρή σταύρωση του Τιτάνα, η κάθοδος στον Άδη -εν μέσω κοσμογονικών καταστροφών-  και η τελική του λύτρωση, αποτέλεσαν μερικές εκ των μυστηριακών διδασκαλιών που ενέπνευσαν τη χριστιανική παράδοση.
    Ειδικώς τα Ελευσίνια Μυστήρια δικαίως θεωρήθηκαν από τον Κικέρωνα ως η ιερότερη παρακαταθήκη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: «χάρη στα Μυστήρια των Αθηνών αποβάλαμε τον άγριο τρόπο ζωής, μεταμορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε...χάρη στη "μύησή" τους πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι αλλά και να πεθαίνουμε με μία καλύτερη ελπίδα». 
   Στη σύγχρονη εποχή των γρήγορων ρυθμών, της ακόρεστης επιθυμίας «να τα προλάβουμε και να τα ζήσουμε όλα» και της γενικότερης υπαρξιακής αγωνίας ενός κόσμου χαοτικού που διαρκώς εξελίσσεται αλλά και οπισθοδρομεί, το άγχος του «πεπερασμένου» της ύπαρξης και ο φόβος του θανάτου συχνά μάς καταβάλλουν ψυχικά. Πόσες φορές δεν μας στοιχειώνει η σκέψη του «τέλους»; Πότε άραγε θα συμβεί το φρικτό αυτό και μοιραίο, πού και πώς θα συμβεί; Και γιατί να πρέπει να συμβεί χωρίς να μπορεί ποτέ να εξηγηθεί; Γιατί θα πρέπει ο κόσμος να συνεχίσει να γυρνάει και χωρίς εμάς; Δίχως άλλο η αδυσώπητη αυτή νομοτέλεια αποτελεί τον βαθύτερο φόβο του ανθρώπου, ικανό να του επιφέρει μία αίσθηση απόλυτης ματαιότητας ή και να τον ωθήσει σε άκρως υλιστικές τάσεις (διότι τι σημασία έχει η «ψυχή» και το «πνεύμα» σε αυτό τον εφήμερο και μάταιο κόσμο). 
     Η αλήθεια όμως είναι πως τίποτα δεν χάνεται! Και τίποτα πραγματικά δεν πεθαίνει! Το ταξίδι της ψυχής είναι μεγάλο, οι τωρινές της εμπειρίες και ο τωρινός της σταθμός δεν αποτελούν παρά έναν μεταξύ των πολλών που καλείται να περάσει, το σημερινό της ένδυμα δεν είναι παρά ένα από τα πολλά που θα δοκιμάσει στη διάρκεια της κοσμικής περιπλάνησης και διονυσιακής μεταμόρφωσης, μέχρι να εκπληρώσει τον προορισμό της και να επανενωθεί με το Φως.
    Και εάν δηλαδή ένα μέρος του αιώνιου Εαυτού μεταβάλλεται μετά θάνατον τότε το ίδιο δεν συμβαίνει και την κάθε στιγμή που ζούμε; Διότι «θάνατοι» μέσα μας και γύρω μας συμβαίνουν πολλοί. Διαδικασία θανάτου είναι η μετοίκηση από μία χώρα σε μία άλλη, ή ακόμα και η μετακόμιση από ένα παλιό διαμέρισμα σε ένα νέο, θάνατος είναι το τελείωμα μίας σχέσης, θάνατο αποτελεί μία οδυνηρή αποτυχία, θάνατος είναι και η ολοκλήρωση ενός έργου ή ενός ταξιδιού. Ή μήπως κάθε βράδυ ξεχωριστά δεν «πεθαίνουμε» για να «ξαναγεννηθούμε»; Διότι τίποτα δεν προσομοιάζει περισσότερο στον θάνατο από την καθημερινή εμπειρία του ύπνου, όταν κουρασμένοι από την ημέρα που έφυγε αναπαύουμε το σώμα και μεταβαίνουμε συνειδησιακά σε ένα παράλληλο και λεπτοφυέστερο σύμπαν (στον αρχαίο Μύθο ο θεός Ύπνος ήταν ο μικρός αδελφός του Θανάτου, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή ήταν δίδυμα αδέλφια, λόγω της ομοιότητάς τους). 
    Διαρκής «θάνατος» είναι η ζωή, κατά τον γερο-Ηράκλειτο. Από την στιγμή που οι ψυχές κατέρχονται στο πεδίο της γενέσεως ισχύει μονάχα μία αλήθεια: «τα πάντα ρει», τα πάντα διαρκώς μεταβάλλονται, διαρκώς πεθαίνουν και γεννιούνται! Η διαρκής μεταβολή που κυριαρχεί στον αισθητό κόσμο, και που απεικονίζεται ξεκάθαρα στη σταδιακή ανάπτυξη, ωρίμανση, φθορά και γήρανση των όντων, συνεπάγεται ότι «ζω» σημαίνει «αργοπεθαίνω»! Αυτός ο διαρκής όμως θάνατος δεν είναι παρά η πεμπτουσία της ζωής, διότι η ζωή προϋποθέτει την διαρκή μεταβολή (εάν δεν υπήρχε διαρκής κίνηση και μεταβολή στο σύμπαν δεν θα υπήρχε και ζωή). 
      Ό,τι αρχίζει κάποτε τελειώνει, το τέλος όμως είναι η αρχή, ο κύκλος είναι αέναος. «Θάνατος» σημαίνει μετάβαση, ανακύκλωση, μετουσίωση. Είναι η μεταμόρφωση της συνείδησης και η αναγέννηση της ψυχής. «Εκπεσόντα θεό» αποκαλεί την ψυχή η Ορφική παράδοση και «τιμωρία» της τον εγκλωβισμό στον σωματικό φορέα και τα παχυλά στρώματα της ύλης. Το ίδιο ισχυρίζονταν οι Πυθαγόρειοι, το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. «Θάνατος», στο Διονυσιακό όργιο, είναι η ιεροτελεστία της μεταστοιχείωσης και η γιορτή της αναγεννημένης ζωής, ενώ η αυτο-αναφορική προφητεία που απηύθυνε αλληγορικά ο Ιησούς προς τους Έλληνες για τον «κόκκο του σίτου που πρέπει να πεθάνει για να δώσει σπόρο» είναι ο θριαμβευτικός απόηχος των Μυστηρίων της Ελευσίνας προς τιμήν του θανάτου της Περσεφόνης.
     Για τον δε Πλάτωνα η φιλοσοφία αποτελεί «σπουδή θανάτου», μύηση της ψυχής στο μυστήριο του θανάτου και προετοιμασία για την ομαλή έξοδο από το σωματικό φορέα. Και μέσω του λαμπρού παραδείγματος του Σωκράτη μάς παρέδωσε τον οδηγό για το πώς πρέπει κάποιος να ζει αλλά και πώς πρέπει να πεθαίνει: πιστός στις ιδέες και στον εαυτό του, χωρίς πίκρα και κακία για αυτούς που τον αδίκησαν, χωρίς φόβο για το θάνατο. Διότι το χάσιμο της αξιοπρέπειας και η απώλεια του «εαυτού» είναι χειρότερα δεινά από το χάσιμο και την απώλεια της ζωής. Και ότι ο «θάνατος» καθαυτός δεν έχει τίποτα το παράλογο ή τρομερό, αντιθέτως αποτελεί μία εκ των ζωτικότερων φυσικών διαδικασιών. 
    Γιατί λοιπόν να διαφοροποιούμε τη Ζωή από τον Θάνατο; Αλλά και γιατί τελικά να διαφοροποιούμε τόσο ριζικά το Αιώνιο από το Εφήμερο; Και αντί να εστιάζουμε στην διαφορά του Είναι από το Γίγνεσθαι γιατί να μην υμνούμε το Είναι του Γίγνεσθαι; Την αιώνια και αμετάβλητη ομορφιά της Μεταβολής και της Εξέλιξης!     
    Μήπως δεν αληθεύει ότι οι άνθρωποι είναι θνητοί θεοί και οι θεοί αθάνατοι άνθρωποι; Ή μήπως δεν ισχύει ότι ακόμα και ο πιο ευδαιμονικός «παράδεισος» μπορεί να καταλήξει ένας μονότονος εγκλωβισμός; Μήπως είναι ψέμα ότι η ψυχή μετά από ένα διάστημα ανάπαυσης εφορμά προς νέες περιπλανήσεις -με οδηγό τη Θεότητα- στον κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων για να επιλέξει τη νέα ενσάρκωση; Ή μήπως δεν φαίνεται πιστευτό πως ολόκληροι «θεοί» αυτοβούλως κατήλθαν στα «χαμηλότερα» επίπεδα για να μοιράσουν φως αλλά και να βιώσουν το πάθος της ζωής; Ότι και οι θεοί αγάπησαν -όχι χωρίς λόγο- τη ζωή, τον κόσμο και τους ανθρώπους!   
    Συμφιλίωση με τον θάνατο δεν σημαίνει ούτε παραίτηση από τη ζωή ούτε παρηγοριά στον άρρωστο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Είναι η συμφιλίωση με την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο! Όποιος γνωρίζει να ζει και να αγαπά γνωρίζει και να πεθαίνει και να αποχωρίζεται, ευτυχισμένος που έζησε και συναισθάνθηκε, χωρίς να νιώθει ότι του ανήκει τίποτα στον κόσμο που γεννήθηκε! 
«Σήμερα λοιπόν είναι μία καλή ημέρα για να πεθάνεις», λέει μία ινδιάνικη ρήση! Ζήσε σαν να τα βλέπεις όλα για τελευταία φορά... ζήσε όμως και σαν να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά! Και εάν πρέπει τελικά να «πεθάνεις» -μεταφορικά ή κυριολεκτικά- και να αποχαιρετήσεις τη ζωή τότε κάντο όχι με πίκρα και φόβο αλλά με ευλογία και χαρά! Σαν τον ταξιδιώτη εκείνον της παραβολής του Βούδδα που τον κυνηγούσε μία τίγρης και εκείνος για να της ξεφύγει πιάστηκε από τη ρίζα μιας άγριας κληματαριάς και ρίχτηκε έξω από το χείλος του γκρεμού! Η τίγρη τον μύριζε από πάνω. Τρέμοντας ο άνθρωπος κοίταξε από κάτω, όπου στο βάθος του γκρεμού μία άλλη τίγρη περίμενε να τον κατασπαράξει! Μόνο η κληματαριά τον συγκρατούσε. Τότε δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο άρχισαν να ροκανίζουν τη ρίζα της κληματαριάς! Ο άνθρωπος ξαφνικά τότε είδε μία λαμπερή φράουλα κοντά του. Κρατώντας γερά την κληματαριά με το ένα χέρι, έκοψε τη φράουλα με το άλλο. Τι γλυκιά που ήταν! 
«Τι γλυκιά που ήταν»... αναρωτήθηκε λίγο πριν φύγει.... και η τελευταία του αυτή σκέψη δεν έμοιαζε με παραίτηση ή μάταιη προσευχή αλλά με αιώνια κατάφαση, μέθεξη και ευγενική αποδοχή του τυχαίου! 
Μακάριοι εκείνοι που έχουν το ζεν όταν πλέον τα πάντα έχουν χαθεί! 
Και μακάριοι εκείνοι που ζουν την κάθε ημέρα σαν να μην τους ανήκει τίποτα! 
ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ