Translate

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Η Άγνοια του Εαυτού και ο Φόβος - Ιωάννα Μαρκουίζου

«...‘Δε φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος’, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα, χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτο στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής μου. Να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να την προκαλώ ή να την φοβερίζω, μα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια, του ανθρώπου. Να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σα να ήμουν αθάνατος...» (1) 
Τι είναι τελικά ο φόβος; Πώς ορίζεται η έννοιά του; Σε τι οφείλεται η εμφάνισή του στον άνθρωπο, στην κοινωνία και στη ζωή του Κόσμου γενικότερα; Τι τον προκαλεί; Μήπως είναι ένα απλό συναίσθημα ή μήπως κάτι παραπάνω; Ή μήπως είναι, πιθανότατα, ένας μηχανισμός που εδρεύει στο μέρος εκείνο του νου, όπου δέχεται και «διαβάζει» τα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον και ο οποίος (μηχανισμός) μπαίνει σε λειτουργία με την αίσθηση της μη ασφάλειας, σαν ένα από τα πολλά ενστικτώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που διαθέτει για την προστασία της ακεραιότητας του σώματος ή της υπάρξεως; Αυτή είναι ίσως η πιο επιφανειακή του όψη, καθώς ο φόβος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν την εκδήλωση. Καλό είναι επίσης, αν επιθυμούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα, να μη συγχέουμε το ένστικτο με τον φόβο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα και γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν παρατηρήσουμε πως πρώτα λειτουργεί το ένστικτο2 και αμέσως μετά εμφανίζεται ο φόβος3. Έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια να εξετάζουμε το φόβο, είτε αναλύοντάς τον στις διάφορες μορφές του είτε μελετώντας τον μονομερώς σε μια συγκεκριμένη εκδήλωσή του. Θεωρώντας την ύπαρξή του δεδομένη, απλά επικεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα που φέρει στην ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την απώτερη αιτία της γέννησής του ή της δημιουργίας του. Ποια είναι, όμως, η πρωταρχική αιτία της ύπαρξης του φόβου στον άνθρωπο; Τι είναι αυτό που πυροδοτεί την γέννησή του; 
Όταν ο άνθρωπος λάβει την εντύπωση πως είναι ένα ξεχωριστό ον και πως πρέπει να «παλέψει» για την απόδειξη της ύπαρξής του και για την επιβίωσή του, όταν αρχίζει, δηλαδή, να σκέφτεται «Εγώ Είμαι», τότε ο νους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, κατακλύζεται από μια σωρεία αμέτρητων ερωτημάτων: Ποιος είμαι; Ποιο σκοπό εξυπηρετεί η ύπαρξή μου; Έως που φτάνουν οι δυνάμεις μου, είτε σωματικές είτε πνευματικές; Θα εξακολουθώ να υπάρχω και μετά το θάνατο του σώματός μου; Υπάρχει κάποιο μέρος στον εαυτό μου απρόσβλητο στη φθορά και το θάνατο; Είναι τότε που γεννιούνται οι διάφορες μορφές φόβου από τον νου. Δεν είναι κάτι έξω από εμάς, αλλά κάτι μέσα σε εμάς. Είτε τον μελετήσουμε σαν μια ενότητα είτε ξεχωριστά στην κάθε του εκδήλωση, καταλήγουμε πάντοτε στον ίδιο παρονομαστή. Στην ανασφάλεια που προκαλεί η άγνοια σε ότι έχει σχέση με τον εαυτό μας. Η οποία άγνοια φέρει σε γέννηση, την αλόγιστη αυτή ενέργεια τον φόβο. Μια ανεξέλεγκτη δύναμη, που μπορεί τυχαία να αποβεί σωτήρια, μα εάν δεν καταφέρεις να την δαμάσεις, με μαθηματική ακρίβεια το αποτέλεσμα θα είναι μοιραίο και καταστροφικό. 
Ο καθένας μας εκκολάπτει και γεννά το δικό του φόβο. Εμείς οι ίδιοι, λοιπόν, τον φέρνουμε σε ύπαρξη, ίσως μιμούμενοι τον πρώτο που το έπραξε. Στην πορεία της ζωής μας, συνεχίζουμε να τρέφουμε αυτήν την σκεπτομορφή (4), δίνοντάς της όλο και περισσότερο χώρο ύπαρξης ανάμεσά μας, ακόμη εμπλουτίζοντάς την με επιπλέον γνωρίσματα, ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Όμοια όπως αναπτύσσεται μια ανθρώπινη προσωπικότητα. Για αυτό και οι τόσες πολλές, διαφορετικές όψεις του. 
Αν δεν στραφούμε μέσα μας, για να πάρουμε την αναγνώριση, τότε ζητάμε την αναγνώριση του εαυτού μας έξω από εμάς. Στο οικογενειακό περιβάλλον, στο κοινωνικό, στο θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό κ.ο.κ., αναζητώντας με αυτόν τον τρόπο να καθησυχάσουμε κάθε είδους υπαρξιακής ανασφάλειας. Είναι σαφές, όμως, ότι δεν μπορούμε έξω από εμάς να βρούμε τη γνώση της ταυτότητάς μας και αν λαμβάνουμε μία εικόνα, τότε αυτή είναι παραποιημένη και ψευδής, όχι αληθινή. Καθώς η αληθινή, ουσιαστική γνώση του εαυτού μας βρίσκεται εντός μας, καθετί που αντλούμε έξω από εμάς είναι μη οικείο και θέλοντας να εξομοιωθούμε με αυτό, ακολουθώντας τους καθορισμένους κανόνες του, δημιουργούμε έναν χαρακτήρα, έναν ρόλο περιορίζοντας κάθε δράση μας σύμφωνα με αυτόν. Προσθέτοντας, στον ήδη υπάρχων φόβο μας, άλλη μια όψη, τον φόβο να μην ξεφύγουμε πέρα από αυτά τα πλαίσια. Η όψη αυτή του φόβου, με τη σειρά της φέρει δύο ακόμη ισχυρότερα δεσμά (προϊόντα του φόβου), την προκατάληψη και την δεισιδαιμονία, που τυφλώνουν εντελώς την ανθρώπινη διάνοια. Γιατί σε αυτές εκπίπτουμε αναζητώντας τη γνώση πέρα από εμάς, απομακρυνόμενοι από την εσωτερική γνώση και υιοθετώντας παθητικά ως αληθινό και χωρίς καμία διάκριση, καθετί που μας έρχεται σαν ερέθισμα από έξω. Μοιάζει σαν να παραδίδουμε τον εαυτό μας έτσι απλά, χωρίς καμιά αντίσταση, στο υπόγειο, σκοτεινό, σκιώδες δεσμωτήριο που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του5, αποδεχόμενοι τις σκιές ως τη μοναδική μας πραγματικότητα. 
Έτσι, εμείς οι άνθρωποι που περισσότερο από καθετί άλλο απεχθανόμαστε να ζούμε στο ψέμα και που περισσότερο από όλα τα άλλα, αγαπούμε την πολυμάθεια και αρεσκόμαστε στο να συγκεντρώνουμε γνώσεις, διανοητικής φύσεως, γύρω από τα πάντα, υποταγμένοι τελικά στο φόβο μας, έχοντας θολωμένο νου, περνάμε τη ζωή μας βυθισμένοι, φυλακισμένοι σε έναν ψεύτικο κόσμο, σε μια πλάνη, σε μια ψευδαίσθηση. 
Όπως η ζωή της πλειοψηφίας των ανθρώπων κτίζεται επάνω στο φόβο, κατ’ επέκταση και η κάθε κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στο φόβο, από την αρχαιότητα έως σήμερα. 
Αν κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία όλων των πολιτευμάτων, σε κείνα που υπήρξαν αλλά και σε όσα υπάρχουν, μπορούμε να διαπιστώσουμε αυτό το γεγονός. Αν επεκταθούμε ακόμη περισσότερο, θα δούμε πως ολόκληρη η ανθρωπότητα μαστίζεται από τον φόβο. 
Βέβαια, είναι ευκόλως εννοούμενο, πως εκείνοι που κρατούν «τα ηνία» σε μια τέτοιου είδους κοινωνία, είναι άνθρωποι με θολωμένη διάνοια. Υποκινούμενοι σαν μαριονέτες από τους φόβους τους, επιδιδόμενοι έτσι όλο και περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο είδος βίας, που σήμερα ορίζεται με τη λέξη τρομοκρατία. Άνθρωποι, που αντί να αφιερωθούν στο να αναγνωρίσουν και να καθυποτάξουν τους δικούς τους, καταπιάνονται ασχολούμενοι με τους φόβους των άλλων, με σκοπό να τους χειριστούν κατευθύνοντάς τους βάση των φόβων και των αδυναμιών τους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν και κάνουν ισχυρά αισθητή την παρουσία τους στον «κόσμο», γεμάτοι αλαζονεία και ιδιοτέλεια. Απολαμβάνουν την εφήμερη ηδονή που τους προσφέρεται, έως ότου ο καταστροφέας χρόνος να παρασύρει στο πέρασμά του εκείνο το είδωλο, την εφήμερη, ψεύτικη εικόνα ύπαρξης, που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσαν να κρατήσουν αλώβητη από πλαστούς-ανύπαρκτους κινδύνους, πέφτοντας ολοένα και βαθύτερα στην απύθμενη άβυσσο της πλάνης. 
«Ή μήπως δεν έχεις κατανοήσει ότι η ψυχή των ανθρώπων που λέμε ότι είναι φαύλοι αλλά πανέξυπνοι …με πόση οξυδέρκεια διακρίνει αυτά στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους, ότι δε βλέπει άσχημα η ψυχή τους, αλλ’ είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, ώστε, με όσο μεγαλύτερη οξύτητα βλέπει, τόσο περισσότερα κακά κάνει; …Αυτή όμως, η τέτοια φυσική κατασκευή, αν αμέσως από την παιδική ηλικία κοβόταν ολόγυρα στα μέρη που συγγενεύουν με τα μέρη του «γίγνεσθαι» και που με την πολυφαγία, τις τέτοιες ηδονές και τη λαγνεία κολλούν πάνω της και σαν κομμάτια μολύβι γυρίζουν την όψη της προς τα κάτω – αν από αυτά ξεφορτωνόταν και στρεφόταν γύρω από τα αληθινά όντα, τότε η ίδια δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε τα αληθινά πολύ ξεκάθαρα, όσο κι αυτά στα οποία είναι στραμμένη.»(6) 
Ειδικότερα τη σημερινή εποχή, ζούμε μέσα σε μια κοινωνία δομημένη με ψεύτικα ιδανικά και ανύπαρκτες αξίες, που μας σπρώχνει, περισσότερο παρά καμία άλλη στο παρελθόν, να είμαστε αλαζόνες και να τρέφουμε κάθε είδους εγωισμό. Για να επιβιώσουμε μας διδάσκει πως πρέπει να «υπερέχουμε» σε όλα, ότι μόνο όποιος καταφέρει να γίνει κυρίαρχος με κάθε τρόπο έναντι των συνανθρώπων του, αυτός είναι ο ευνοούμενος και ότι κάθε αποτυχία είναι ασυγχώρητη και φέρει κατάληξη μοιραία. Μια κοινωνία που μας εξωθεί να ωραιοποιούμε τον φόβο μας και να ζούμε σύμφωνα με αυτόν, για αυτόν, χωρίς περιθώριο επιλογής. Η ευγενική άμυλα έχει εκλείψει και η καταστροφική έριδα έχει ρίξει τα πέπλα της, απ’ άκρη σ’ άκρη για να καλύψει την ανθρωπότητα, αφού η ζωή επί της γης έχει μετατραπεί σε μια εικονική, αιματηρή διαμάχη, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε εξωτερικό. Σαν ένας νέος μεσαιωνικός σκοταδισμός, σαν μια καθολική επιδημία τυφλότητας. Καθώς ο ανθρώπινος νους βάλλεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να υιοθετεί σκέψεις που ποτέ ο ίδιος δεν θα δημιουργούσε. Σκέψεις που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη ακατάπαυστα, αποτελώντας ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Κάνοντας τον άνθρωπο ανίκανο να αντικρίσει την Απλότητα και την Αλήθεια του. 
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δημιουργείται μια «Φοβοκρατούμενη» κοινωνία, που όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά, έστω κι αν δεν το παραδεχόμαστε, συμβάλλουμε στο να υπάρχει. Όλοι μας εκπέφτουμε, λίγο ή πολύ, άθελά μας ή όχι, στην διάπραξη αυτού του είδους βίας, προσπαθώντας να ισχυροποιηθούμε ή να επιβληθούμε έναντι των άλλων, τονώνοντας το πλασματικό εγώ μας. Ας μην πάμε μακριά για να δούμε αυτό το γεγονός. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή μας επαφή, το πράττουμε αδιάκοπα στα οικεία μας πρόσωπα, στη μητέρα, στον πατέρα, στον σύντροφο, στο παιδί μας. Φτιάχνοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο, σπέρνοντας νέες φοβίες, διαιωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πρόβλημα που ήδη υπάρχει, εμποδίζοντας τη λύση του και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη μάστιγά του.
«Γιατί δεν αντιλαμβάνονται το αίτιο (της δικής τους αδυναμίας), δηλαδή την δυσαρμονία και την ταραχή που υπάρχει μέσα στους ίδιους.».(7) 
Η απεγκλώβιση του ανθρώπου από έναν τέτοιο κυκεώνα, μοιάζει σαν μια αναπαράσταση του άθλου που επιχείρησε ο Θησέας στην Κνωσό. Ένας λαβύρινθος (πλανεμένος νους), αποτελούμενος από περίπλοκους σκοτεινούς διαδρόμους, όπου στο κέντρο του βασιλεύει ένα παραφύση πλάσμα, ένα δύσμορφο, πανίσχυρο τέρας που διψά για ανθρώπινο αίμα, ο Μινώταυρος (ο χειρότερος ανθρώπινος φόβος). Όποιος εισχωρεί στον λαβύρινθο, είναι καταδικασμένος να γίνει βορά του, καθώς κάνοντας κύκλους στις σκοτεινές στοές χάνει το δρόμο για την έξοδο (την αλήθεια, την πολυπόθητη γνώση). Ο Θησέας (άνθρωπος που συνειδητοποιεί τον φόβο και το τι προκαλεί), αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν τη φρικαλεότητα, με απόλυτη εμπιστοσύνη στη βοήθεια της Αριάδνης (καθοδήγηση από τη φωνή της συνείδησής του), η οποία κρατά την άκρη του νήματος, ξετυλίγει το κουβάρι (επίγνωση, φρόνηση) και βαδίζει περνώντας μέσα από «Δαιδαλώδη» περάσματα, κρατώντας μια δάδα (διαυγής-καθαρός νους) για να φωτίζει (ορθή παρατήρηση και κρίση) το δρόμο του και έχοντας στη διάθεσή του ως μόνο σύμμαχο τη δύναμή του (ψυχικό σθένος). 
Ώσπου έρχεται αντιμέτωπος με τον Μινώταυρο (φόβο) και έπειτα από σκληρό αγώνα και μάχη, εντέλει τον θανατώνει, απελευθερώνοντας τον ίδιο και όσα θύματα βρισκόταν πλάι του. Έχοντας οδηγό του το νήμα (επίγνωση) τυλίγοντάς το και πάλι (ανασυγκρότηση του Εαυτού), βήμα το βήμα, αφήνει πίσω του τα σκοτάδια (την πλάνη) του λαβυρίνθου και βγαίνει στο φως της ημέρας (στο φως της Αλήθειας). 
Ποια είναι όμως η αιτία που μας κάνει τελικά να πέφτουμε σε μια τέτοια πλάνη; Ίσως η σύγχυση που μαίνεται μέσα μας, η εναντίωση στην ίδια μας την ύπαρξη, αφού παραδεχόμαστε μόνο τη μια της όψη ως αληθινή και παλεύουμε να καταπνίξουμε την άλλη. Ο άνθρωπος έχει την τάση να γνωρίσει την ουσία της ύπαρξής του, καθώς κι εκείνη του κόσμου που τον περιβάλλει, αλλά και τη σχέση του με τον κόσμο αυτόν. Επιζητώντας όμως αυτή τη γνώση έχοντας στραμμένη την προσοχή του, ολότελα προς το υλικό μέρος της υπόστασής του και σε όσα λαμβάνει μέσω αυτού, εκπίπτει σε σύγχυση και τότε ο φόβος γεννάται και γιγαντώνεται, παίρνοντας «τα ηνία». Ο άνθρωπος εβρισκόμενος σε μιαν αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγει από τη λαίλαπα του φόβου, ένα δημιούργημα δικό του κατ’ ουσία που το τρέφει συνεχώς, και έχοντας φέρει συσκότιση σε ψυχή και νου, αποδέχεται παθητικά κάθε πρόσκαιρη ανακούφιση που του προσφέρεται μέσω των υλικών απολαύσεων. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ρίχνεται στην παγίδα της ηθικής φθοράς και της πρόσκαιρης ευτυχίας, πιστεύοντας πως έτσι δίνει μια λύση στο πρόβλημά του, μα στην πραγματικότητα το μόνο που κατορθώνει είναι να αναβάλλει συνεχώς την αντιμετώπιση του φόβου που τον κατατρέχει. Όπως το ψάρι που πιάνεται στα δίχτυα. Όσο παλεύει σπασμωδικά, να τα
αποτινάξει από πάνω του, τόσο περισσότερο μπερδεύεται μέσα σ’ αυτά. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο φόβος ξεκινά και καταλήγει σε αυτήν την κατώτερη φύση μας, την υλική. Γιατί η ρίζα του φόβου είναι ο θάνατος, ο χαμός, η εκμηδένιση της ύπαρξης και αυτά είναι χαρακτηριστικά εξολοκλήρου της ύλης. 
«…Με έρωτες, επιθυμίες, φόβους, με κάθε είδους φαντασιοκόπημα και ανόητη φλυαρία μας πλημμυρίζει, ώστε πράγματι, και είναι απόλυτα αληθινό αυτό που λέγεται, εξαιτίας του δεν μας έρχεται η παραμικρή αληθινή σκέψη. Γιατί και τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις μάχες δεν τις δημιουργούν παρά μόνο το σώμα και οι επιθυμίες του. Για την απόκτηση αγαθών βέβαια γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα αγαθά εξαναγκαζόμαστε να τα αποκτήσουμε για χάρη του σώματος, υπόδουλοι σ’ αυτό και τη φροντίδα του…»(8) 
Σαν δισυπόστατο ον, ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις. Η μία φύση, καθώς είπαμε, είναι υλική και φθαρτή όπου συνεχώς μεταβάλλεται, αλλάζει από τη μια κατάσταση στην άλλη και υπόκειται σε συνεχείς θανάτους (πολλαπλότητα). Η άλλη φύση είναι αιώνια, άφθαρτη και υπάρχει χωρίς να χωρά σε αυτήν μεταβολή και μείξη (απλότητα, ένα-ενότητα). Κατανοούμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αρνούμενος τη μια
του φύση έναντι της άλλης, είναι αδύνατο, ενάντιο απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Θα αισθανθεί απόλυτα πλήρης και ολοκληρωμένος μόνο αν έχει την γνώση και την αποδοχή και των δύο φύσεων που τον αποτελούν. Αυτό είναι κάτι που δεν πραγματοποιείται, με το να μετέχει πότε στη μία και πότε στην άλλη, αλλά και στις δύο ταυτόχρονα. Να φέρει δηλαδή και τα δύο στοιχεία μέσα του, σε ισορροπία. 
Αν ο άνθρωπος στρεφόμενος μέσα του, αρχίσει να αναγνωρίζει τη φύση του και τον εαυτό του, ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τον φόβο του, που πλέον δεν είναι γι’ αυτόν μια σανίδα σωτηρίας, ένα δεκανίκι που δικαιολογεί τη μη δράση του, αλλά ένα εμπόδιο, μια αλυσίδα που τον κρατά δέσμιο και δεν τον αφήνει ελεύθερο να πράξει κατά βούληση, ώστε να ανακαλύψει και να εκδηλώσει, σε όλη της την έκταση την οντότητά του. 
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος από τον φόβο και ως μας αποκαλύπτει η ιστορία της ανθρωπότητας, πρόκειται για ένα αρχέγονο φαινόμενο στον άνθρωπο. Ίσως πρέπει να δεχόμαστε το φόβο, ως μια αναγκαία εσωτερική δοκιμασία, που κάθε άνθρωπος πρέπει να υπερβεί, για να μπορέσει να αντικρίσει τον Εαυτό του έτσι όπως ακριβώς είναι και μαζί με αυτόν, σαν σε καθρέφτη να αντικρίσει τον αληθινό Κόσμο. Το να αντιμετωπίσουμε τον φόβο μας με τα χιλιάδες του πρόσωπά και να τον καταστήσουμε ανίκανο να μας βλάψει, ίσως αποτελεί το πρώτο βήμα μας προς την κατάκτηση της αλήθειας, το πιο δύσκολο και το πιο επίπονο από όλα τα άλλα. 

ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Η αίσθηση της ευτυχίας-krishnamurti Jiddu

"Η γη είναι όλων μας, δεν ανήκει στους κομμουνιστές, στους σοσιαλιστές, στους καπιταλιστές, στους ινδουιστές, στους βουδιστές ή στους χριστιανούς· είναι δική σας και δική μου, είναι για να τη ζει κανείς ευτυχισμένα, γεμάτος από τον πλούτο της ζωής μέσα του, χωρίς συγκρούσεις. Αλλά αυτή η αίσθηση της ευτυχίας, του πλούτου της ζωής, αυτή η αίσθηση ότι "η γη ανήκει σε όλους μας" δεν μπορεί να έρθει μ' εξαναγκασμό, με νόμους. Πρέπει να έρθει από μέσα μας, επειδή αγαπάμε τη γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της· και αυτή η αγάπη είναι κατάσταση μάθησης." Ο Κρισναμούρτι (1895-1986) είναι ένας πολύ ξεχωριστός φιλόσοφος. Η βάση της διδασκαλίας του βρίσκεται στην πεποίθηση ότι οι κοινωνικές αλλαγές δεν μπορούν να επιτευχθούν αν δεν υπάρξει ατομική αλλαγή. Επιπλέον, ασκεί κριτική στις θρησκείες και τις σέκτες. Ο Κρισναμούρτι δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι η ευτυχία δεν επιτυγχάνεται αν δεν υπάρχει η άρνηση οποιασδήποτε αυθεντίας. Αυτό είναι το νόημα των πολυάριθμων διαλέξεων που έδωσε κατά τη διάρκεια πολλών ετών σε ολόκληρο τον κόσμο, λέγοντας συχνά: "Από τη στιγμή που ακολουθείτε κάποιον, παύετε ν' ακολουθείτε την αλήθεια". "Η αίσθηση της ευτυχίας" -ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ- μας επιτρέπει να δούμε τον κόσμο διαφορετικά. Μας προτρέπει ν' ανακαλύψουμε τη ρίζα των προσωπικών μας προβλημάτων, αλλά και να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η κοινωνία στην οποία ζούμε. Μας μαθαίνει την τέχνη τού να βλέπουμε ή ν' ακούμε με την καρδιά μας και ν' ανακαλύπτουμε την αλήθεια που βρίσκεται μέσα μας.






Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Φόβος του Θανάτου - Κωνσταντίνος Γραβάνης

  Κάθε χρόνο τις ημέρες του Πάσχα περιγράφεται σε κάθε χριστιανικό ναό τo μυστήριο του θανάτου και της επαναγέννησης του λυτρωτή Θεανθρώπου. Ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε ανθρώπου, το αρχέτυπο του σωτήρα θεού που ενσαρκώνεται εν πνεύματι στον αισθητό κόσμο για να θυσιάσει τον εαυτό του και να αναγεννηθεί φέρει σπουδαία εσωτεριστική αξία. 
   Πρόκειται για παράδοση προ-χριστιανική καθώς η ιστορία του θνήσκοντος και αναστάντος θεού ανευρίσκεται στους περισσότερους μυστηριακούς θεσμούς των αρχαίων Ελλήνων. Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον θεό Πλούτωνα -ως αλληγορία του θανάτου και της αναγέννησης της Φύσης- που αποτέλεσε τη βάση των Μυστηρίων της Ελευσίνας, η ιστορία των παθών, του θανάτου και της αναγέννησης του θεού Διόνυσου, το θείο δράμα του ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα, η οδυνηρή σταύρωση του Τιτάνα, η κάθοδος στον Άδη -εν μέσω κοσμογονικών καταστροφών-  και η τελική του λύτρωση, αποτέλεσαν μερικές εκ των μυστηριακών διδασκαλιών που ενέπνευσαν τη χριστιανική παράδοση.
    Ειδικώς τα Ελευσίνια Μυστήρια δικαίως θεωρήθηκαν από τον Κικέρωνα ως η ιερότερη παρακαταθήκη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: «χάρη στα Μυστήρια των Αθηνών αποβάλαμε τον άγριο τρόπο ζωής, μεταμορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε...χάρη στη "μύησή" τους πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι αλλά και να πεθαίνουμε με μία καλύτερη ελπίδα». 
   Στη σύγχρονη εποχή των γρήγορων ρυθμών, της ακόρεστης επιθυμίας «να τα προλάβουμε και να τα ζήσουμε όλα» και της γενικότερης υπαρξιακής αγωνίας ενός κόσμου χαοτικού που διαρκώς εξελίσσεται αλλά και οπισθοδρομεί, το άγχος του «πεπερασμένου» της ύπαρξης και ο φόβος του θανάτου συχνά μάς καταβάλλουν ψυχικά. Πόσες φορές δεν μας στοιχειώνει η σκέψη του «τέλους»; Πότε άραγε θα συμβεί το φρικτό αυτό και μοιραίο, πού και πώς θα συμβεί; Και γιατί να πρέπει να συμβεί χωρίς να μπορεί ποτέ να εξηγηθεί; Γιατί θα πρέπει ο κόσμος να συνεχίσει να γυρνάει και χωρίς εμάς; Δίχως άλλο η αδυσώπητη αυτή νομοτέλεια αποτελεί τον βαθύτερο φόβο του ανθρώπου, ικανό να του επιφέρει μία αίσθηση απόλυτης ματαιότητας ή και να τον ωθήσει σε άκρως υλιστικές τάσεις (διότι τι σημασία έχει η «ψυχή» και το «πνεύμα» σε αυτό τον εφήμερο και μάταιο κόσμο). 
     Η αλήθεια όμως είναι πως τίποτα δεν χάνεται! Και τίποτα πραγματικά δεν πεθαίνει! Το ταξίδι της ψυχής είναι μεγάλο, οι τωρινές της εμπειρίες και ο τωρινός της σταθμός δεν αποτελούν παρά έναν μεταξύ των πολλών που καλείται να περάσει, το σημερινό της ένδυμα δεν είναι παρά ένα από τα πολλά που θα δοκιμάσει στη διάρκεια της κοσμικής περιπλάνησης και διονυσιακής μεταμόρφωσης, μέχρι να εκπληρώσει τον προορισμό της και να επανενωθεί με το Φως.
    Και εάν δηλαδή ένα μέρος του αιώνιου Εαυτού μεταβάλλεται μετά θάνατον τότε το ίδιο δεν συμβαίνει και την κάθε στιγμή που ζούμε; Διότι «θάνατοι» μέσα μας και γύρω μας συμβαίνουν πολλοί. Διαδικασία θανάτου είναι η μετοίκηση από μία χώρα σε μία άλλη, ή ακόμα και η μετακόμιση από ένα παλιό διαμέρισμα σε ένα νέο, θάνατος είναι το τελείωμα μίας σχέσης, θάνατο αποτελεί μία οδυνηρή αποτυχία, θάνατος είναι και η ολοκλήρωση ενός έργου ή ενός ταξιδιού. Ή μήπως κάθε βράδυ ξεχωριστά δεν «πεθαίνουμε» για να «ξαναγεννηθούμε»; Διότι τίποτα δεν προσομοιάζει περισσότερο στον θάνατο από την καθημερινή εμπειρία του ύπνου, όταν κουρασμένοι από την ημέρα που έφυγε αναπαύουμε το σώμα και μεταβαίνουμε συνειδησιακά σε ένα παράλληλο και λεπτοφυέστερο σύμπαν (στον αρχαίο Μύθο ο θεός Ύπνος ήταν ο μικρός αδελφός του Θανάτου, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή ήταν δίδυμα αδέλφια, λόγω της ομοιότητάς τους). 
    Διαρκής «θάνατος» είναι η ζωή, κατά τον γερο-Ηράκλειτο. Από την στιγμή που οι ψυχές κατέρχονται στο πεδίο της γενέσεως ισχύει μονάχα μία αλήθεια: «τα πάντα ρει», τα πάντα διαρκώς μεταβάλλονται, διαρκώς πεθαίνουν και γεννιούνται! Η διαρκής μεταβολή που κυριαρχεί στον αισθητό κόσμο, και που απεικονίζεται ξεκάθαρα στη σταδιακή ανάπτυξη, ωρίμανση, φθορά και γήρανση των όντων, συνεπάγεται ότι «ζω» σημαίνει «αργοπεθαίνω»! Αυτός ο διαρκής όμως θάνατος δεν είναι παρά η πεμπτουσία της ζωής, διότι η ζωή προϋποθέτει την διαρκή μεταβολή (εάν δεν υπήρχε διαρκής κίνηση και μεταβολή στο σύμπαν δεν θα υπήρχε και ζωή). 
      Ό,τι αρχίζει κάποτε τελειώνει, το τέλος όμως είναι η αρχή, ο κύκλος είναι αέναος. «Θάνατος» σημαίνει μετάβαση, ανακύκλωση, μετουσίωση. Είναι η μεταμόρφωση της συνείδησης και η αναγέννηση της ψυχής. «Εκπεσόντα θεό» αποκαλεί την ψυχή η Ορφική παράδοση και «τιμωρία» της τον εγκλωβισμό στον σωματικό φορέα και τα παχυλά στρώματα της ύλης. Το ίδιο ισχυρίζονταν οι Πυθαγόρειοι, το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. «Θάνατος», στο Διονυσιακό όργιο, είναι η ιεροτελεστία της μεταστοιχείωσης και η γιορτή της αναγεννημένης ζωής, ενώ η αυτο-αναφορική προφητεία που απηύθυνε αλληγορικά ο Ιησούς προς τους Έλληνες για τον «κόκκο του σίτου που πρέπει να πεθάνει για να δώσει σπόρο» είναι ο θριαμβευτικός απόηχος των Μυστηρίων της Ελευσίνας προς τιμήν του θανάτου της Περσεφόνης.
     Για τον δε Πλάτωνα η φιλοσοφία αποτελεί «σπουδή θανάτου», μύηση της ψυχής στο μυστήριο του θανάτου και προετοιμασία για την ομαλή έξοδο από το σωματικό φορέα. Και μέσω του λαμπρού παραδείγματος του Σωκράτη μάς παρέδωσε τον οδηγό για το πώς πρέπει κάποιος να ζει αλλά και πώς πρέπει να πεθαίνει: πιστός στις ιδέες και στον εαυτό του, χωρίς πίκρα και κακία για αυτούς που τον αδίκησαν, χωρίς φόβο για το θάνατο. Διότι το χάσιμο της αξιοπρέπειας και η απώλεια του «εαυτού» είναι χειρότερα δεινά από το χάσιμο και την απώλεια της ζωής. Και ότι ο «θάνατος» καθαυτός δεν έχει τίποτα το παράλογο ή τρομερό, αντιθέτως αποτελεί μία εκ των ζωτικότερων φυσικών διαδικασιών. 
    Γιατί λοιπόν να διαφοροποιούμε τη Ζωή από τον Θάνατο; Αλλά και γιατί τελικά να διαφοροποιούμε τόσο ριζικά το Αιώνιο από το Εφήμερο; Και αντί να εστιάζουμε στην διαφορά του Είναι από το Γίγνεσθαι γιατί να μην υμνούμε το Είναι του Γίγνεσθαι; Την αιώνια και αμετάβλητη ομορφιά της Μεταβολής και της Εξέλιξης!     
    Μήπως δεν αληθεύει ότι οι άνθρωποι είναι θνητοί θεοί και οι θεοί αθάνατοι άνθρωποι; Ή μήπως δεν ισχύει ότι ακόμα και ο πιο ευδαιμονικός «παράδεισος» μπορεί να καταλήξει ένας μονότονος εγκλωβισμός; Μήπως είναι ψέμα ότι η ψυχή μετά από ένα διάστημα ανάπαυσης εφορμά προς νέες περιπλανήσεις -με οδηγό τη Θεότητα- στον κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων για να επιλέξει τη νέα ενσάρκωση; Ή μήπως δεν φαίνεται πιστευτό πως ολόκληροι «θεοί» αυτοβούλως κατήλθαν στα «χαμηλότερα» επίπεδα για να μοιράσουν φως αλλά και να βιώσουν το πάθος της ζωής; Ότι και οι θεοί αγάπησαν -όχι χωρίς λόγο- τη ζωή, τον κόσμο και τους ανθρώπους!   
    Συμφιλίωση με τον θάνατο δεν σημαίνει ούτε παραίτηση από τη ζωή ούτε παρηγοριά στον άρρωστο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Είναι η συμφιλίωση με την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο! Όποιος γνωρίζει να ζει και να αγαπά γνωρίζει και να πεθαίνει και να αποχωρίζεται, ευτυχισμένος που έζησε και συναισθάνθηκε, χωρίς να νιώθει ότι του ανήκει τίποτα στον κόσμο που γεννήθηκε! 
«Σήμερα λοιπόν είναι μία καλή ημέρα για να πεθάνεις», λέει μία ινδιάνικη ρήση! Ζήσε σαν να τα βλέπεις όλα για τελευταία φορά... ζήσε όμως και σαν να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά! Και εάν πρέπει τελικά να «πεθάνεις» -μεταφορικά ή κυριολεκτικά- και να αποχαιρετήσεις τη ζωή τότε κάντο όχι με πίκρα και φόβο αλλά με ευλογία και χαρά! Σαν τον ταξιδιώτη εκείνον της παραβολής του Βούδδα που τον κυνηγούσε μία τίγρης και εκείνος για να της ξεφύγει πιάστηκε από τη ρίζα μιας άγριας κληματαριάς και ρίχτηκε έξω από το χείλος του γκρεμού! Η τίγρη τον μύριζε από πάνω. Τρέμοντας ο άνθρωπος κοίταξε από κάτω, όπου στο βάθος του γκρεμού μία άλλη τίγρη περίμενε να τον κατασπαράξει! Μόνο η κληματαριά τον συγκρατούσε. Τότε δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο άρχισαν να ροκανίζουν τη ρίζα της κληματαριάς! Ο άνθρωπος ξαφνικά τότε είδε μία λαμπερή φράουλα κοντά του. Κρατώντας γερά την κληματαριά με το ένα χέρι, έκοψε τη φράουλα με το άλλο. Τι γλυκιά που ήταν! 
«Τι γλυκιά που ήταν»... αναρωτήθηκε λίγο πριν φύγει.... και η τελευταία του αυτή σκέψη δεν έμοιαζε με παραίτηση ή μάταιη προσευχή αλλά με αιώνια κατάφαση, μέθεξη και ευγενική αποδοχή του τυχαίου! 
Μακάριοι εκείνοι που έχουν το ζεν όταν πλέον τα πάντα έχουν χαθεί! 
Και μακάριοι εκείνοι που ζουν την κάθε ημέρα σαν να μην τους ανήκει τίποτα! 
ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ


Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Η Στιγμή της Τελευταίας Σκέψης στον Βουδισμό

Ενώ ο Βούδας αντιλαμβανόταν τον Νου ως μια «ροή» ή ένα «ρεύμα» νοητικών συμβάντων (viññānasota), κατοπινοί στοχαστές του abhidhamma πιθανολόγησαν ότι στη πραγματικότητα ήταν μια σειρά από ξεχωριστές στιγμές σκέψης (cittavīthi) που εγείρονται και περνούν με μεγάλη ταχύτητα. 
Αργότερα η θεωρία εξελίχθηκε διατυπώνοντας ότι η σκέψη της τελευταίας στιγμής (cuticitta) ενός ανθρώπου πριν το θάνατό  του θα καθορίσει  την  επόμενη ζωή του. Αυτή η ιδέα υπάρχει στη Theravada και φαίνεται να είναι μια αδικαιολόγητη εξέλιξη των διδασκαλιών του Βούδα και σε αντίθεση με την ιδέα του για το κάμα και την αποτελεσματικότητα της ηθικής. 
Η θεωρία της σημασίας της σκέψης της τελευταίας στιγμής δεν αναφέρεται σε καμία από της ομιλίες του Βούδα και ούτε αργότερα στο Abhidhamma Pitaka. Οι Tipitaka έχουν καταγράψει πολλές περιπτώσεις όπου ο Βούδας συμβούλεψε τους ανθρώπους που πέθαιναν ή ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Εάν η τελευταία σκέψη είναι πραγματικά ζωτικής σημασίας για την μοίρα ενός ατόμου, θα περίμενε κανείς ότι  τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν  οι πιο κατάλληλες  στιγμές για εκείνον να το αναφέρει αυτό, κάτι όμως που ποτέ δεν έκανε. Ούτε το αναφέρει πουθενά αλλού. Στο Mahānāma μία φορά κάποιος εμπιστεύτηκε στον Βούδα το άγχος  του για το θάνατό του σε μια εποχή που ο νους του ήταν στενοχωρημένος και σε σύγχυση, πιστεύοντας ότι το γεγονός αυτό θα τον οδηγήσει σε μια κακή αναγέννηση. Ο Βούδας τον διαβεβαίωσε ότι, επειδή είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναπτύξει την πίστη, την αρετή, την μάθηση, την απάρνηση και την σοφία, δεν είχε λόγο να φοβάται, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε  να συμβεί (SV, 369). 
Η θεωρία για τη σημασία της υποτιθέμενης τελευταίας σκέψης της τελευταίας στιγμής, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μη εξελιγμένη μορφή στο Milindapañha (περίπου τον 1ο αιώνα μ.Χ.), το οποίο λέει: «Αν κάποιος έκανε αδέξια πράγματα για εκατό χρόνια, αλλά κατά τη στιγμή του θανάτου του ο νους ήταν πλήρως στον Βούδα, θα ξαναγεννηθεί ανάμεσα στους θεούς.»(Mil.80). Μέχρι τη στιγμή που το Visuddhimagga συντέθηκε, αυτή η απόκρυφη ιδέα είχε επεξεργαστεί λεπτομερώς και είχε φθάσει να θεωρείται ορθόδοξη (Vis.458-60). Εκτός από το ότι δεν έχει διδαχθεί από τον Βούδα, υπάρχουν πολλά φιλοσοφικά, ηθικά και λογικά προβλήματα στη θεωρία ότι η σκέψη της τελευταίας στιγμής είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για τις συνθήκες της επόμενης ζωής κάποιου. 
Εάν ένας άνθρωπος έχει ζήσει μια σχετικά καλή ζωή αλλά λόγω του άγχους και της  σύγχυσης που προηγείται του θανάτου του, κάνει κάποιες αρνητικές σκέψεις, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, αυτό θα ήταν αρκετό για μια κακή αναγέννηση. Ομοίως, θα μπορούσε κανείς να είχε ζήσει μια ανήθικη και έκλυτη ζωή αλλά να «φύγει» εύκολα και ειρηνικά με αποτέλεσμα να έχει μια καλύτερη αναγέννηση. Αυτό αναιρεί όλη την ιδέα του κάμα, τη διδασκαλία ότι το σύνολο των εκ προθέσεως σκέψεών μας, τα λόγια και οι δράσεις μας, δημιουργούν τις συνθήκες για το μέλλον μας, τόσο σε αυτή τη ζωή όσο και την επόμενη. Επιπλέον, είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε πώς μία ή δύο στιγμές σκέψης, καθεμία με διάρκεια ενός χιλιοστού του δευτερολέπτου (khata), μπορούν να ακυρώσουν τα πολλά χρόνια καλών ή κακών σκέψεων, λόγων  και δράσεων. Αυτή η θεωρία δεν λαμβάνει υπόψη την αιτιώδη συνάφεια. Εάν όλα είναι εξαρτώμενα, και ο Βούδας δίδαξε ότι είναι, τότε η σκέψη της τελευταίας στιγμής πρέπει να εξαρτάται από την αμέσως προηγούμενη προτελευταία, που με τη σειρά της πρέπει να εξαρτάται από την προηγούμενή της και ούτω καθεξής. 
Αυτό σημαίνει ότι κάθε τι που σκεφτόμαστε, λέμε και κάνουμε στο παρόν, θα έχει αντίκτυπο σε ό, τι είναι στο μυαλό μας τη στιγμή που θα πεθαίνουμε. Ως εκ τούτου, δίνοντας έμφαση στη σκέψη της τελευταίας στιγμής δίνουμε υπερβολική σημασία στο αποτέλεσμα και παραμελούμε την αιτία, δηλαδή το πώς κάποιος ζει εδώ και τώρα. Η θεωρία της σκέψης της τελευταίας στιγμής δεν ταιριάζει καλά με άλλα πράγματα που ο Βούδας δίδαξε. Για παράδειγμα, είπε (Α.ΙΙ, 80) ότι η προσπάθεια κάποιου να επεξεργαστεί τις λεπτές και αλληλένδετες λειτουργίες της κάμα (kammavipāka) θα μπορούσε να τον τρελάνει (ummāda). Και όμως η Visuddhimagga περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια αυτό που υποτίθεται ότι συμβαίνει στον νου, λίγο πριν το θάνατο, το παρελθόν κάμα που το κάνει να συμβεί και τις καμικές συνέπειες που θα έχει στην επόμενη ζωή. Το σχόλιο του Βούδα ότι το να σκεφτόμαστε για τις περιπλοκές της κάμα μπορεί να προκαλέσει τρέλα θα πρέπει επίσης να μας κάνει πολύ προσεκτικούς στις θεωρήσεις της Visuddhimagga. 

ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΡΓΙΩΡΗΣ

Έχουν γραφεί συγγράμματα και χιλιάδες άνθρωποι έχουν μελετήσει το θέμα αυτό. Δυστυχώς η εξωτερική πλευρά δεν κατόρθωσε μέχρι τη μέρα μας να βρει εκείνη την γραμμή, με την οποία θα μπορούσε να φύγει από τη ζωή της ανθρωπότητας αυτό που ονομάζουμε κακό. Για να μπορέσει ο ακροατής να παρακολουθήσει την πορεία της δημιουργίας του ανθρώπου δια μέσου των αιώνων, πρέπει κατά φυσικό λόγο να έχει σπουδάσει εσωτερισμό. Διότι μόνο μέσω του εσωτερισμού θα δοθεί η απάντηση, τι είναι το καλό και το κακό και αν ποτέ θα μπορέσει να εξαλειφθεί από τον κόσμο της μορφής, όπως είναι ο κόσμος ο δικός μας. Για τούτο θα σας πω μία ιστορία πολύ ειπωμένη, για να μπούμε μέσα εις την πραγματικότητα με την μυθολογία. […] (Από την έκδοση)
Ο συγγραφέας Νικόλαος Α. Μαργιωρής (1913-1993} γεννήθηκε στη Σάμο και μικρός στην ηλικία βρέθηκε με τους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε. Παντρεύτηκε τη Λαΐτσα Ν. Παπανδρέου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Τον Ανδρέα και την Κάλλια. Υπηρέτησε την πατρίδα του στον πόλεμο και τιμήθηκε με το Σταυρό του Αγίου Μάρκου δύο φορές.
Στην Αίγυπτο δίδαξε τον Εσωτερισμό και έμεινε μέχρι το 1958, τη χρονιά που ήλθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου δίδαξε από την πρώτη στιγμή της άφιξης του και ταυτόχρονα έγραψε βιβλία, μελέτες, περιοδικό και το εσωτερικό κλειδί. Ανάμεσα στα μεταφυσικά του έργα περιλαμβάνονται: η ”ΔΙΤΟΜΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ”, ο ”ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ”, η ”ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ”, ”ΔΡΑΒΙΔΕΣ 0Ι ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ”, ”ΡΑΤΖΑ ΓΙΟΓΚΑ”, ”ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣΟΦΙΑ” και άλλα.
Υπήρξε Δάσκαλος του Εσωτερισμού (Αποκρυφισμός-Μυστικισμός) και ίδρυσε σαν Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος το ΟΜΑΚΟΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ το 1976, όπου δίδαξε σ’ αυτό τον ”Εσωτερισμό για όλους”.
Ο Δάσκαλος Ν. Μαργιωρής θεωρούσε τη Μεταφυσική, σαν τη μοναδική Αλήθεια και πίστευε πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να την πραγματώσει, όπως την πραγμάτωνε ο πλατωνικός Σωκράτης με τον περίφημο ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

JIDDU KRISHNAMURTI-ΤΖΙΝΤΟΥ ΚΡΙΣΝΑΜΟΥΡΤΙ

Ο Τζίντου Κρισναμούρτι γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1895 στο Μαντάναπαλι, ένα μικρό χωριό της νότιας Ινδίας. Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν ακόμα παιδί και πολύ σύντομα, αυτόν και τον αδελφό του, τους υιο­θέτησε η δρ Annie Besant, πρόεδρος τότε της Θεοσοφικής Εταιρείας, όπου εργαζόταν ο πατέρας των δύο αγοριών. Η Annie Besant και άλλα ηγετικά στελέχη της εταιρείας διακήρυξαν ότι ο Κρισναμούρτι επρόκειτο να γίνει ο Παγκό­σμιος Διδάσκαλος, του οποίου τον ερχομό οι Θεοσοφιστές τον είχαν προφητεύσει και τον περίμεναν χρόνια πριν. Για να προετοιμάσουν το έδαφος, δημιούργησαν έναν παγκόσμιο οργανισμό που τον ονόμασαν «Το Τάγμα του Άστρου της Ανατολής» και όρισαν τον Κρισναμούρτι επικεφαλής. Εκείνος ό­μως, μερικά χρόνια αργότερα, το 1929, απαρνήθηκε το ρόλο που περίμεναν να παίξει οι Θεοσοφιστές, διέλυσε το τάγμα με τον τεράστιο αριθμό οπαδών και τους επέστρεψε όλα τα χρήματα και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχαν δωρίσει στον οργανισμό. Η ομιλία που έκανε την ημέρα της διάλυσης του τάγματος άρχισε με την πρόταση: «Πιστεύω ότι η αλήθεια είναι μια χώρα χωρίς κανένα μονοπάτι προς αυτήν και ότι δεν μπορεί να πλησιαστεί μέσα από κανένα δρόμο, καμιά θρησκεία, καμιά οργάνωση». Από τότε και για εξήντα σχεδόν χρόνια, μέχρι το θάνατό του στις 17 Φεβρουαρίου 1986, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, μίλησε σε μεγάλα ακροατήρια αλλά και σε προσωπικές συναντήσεις, τονίζοντας πάντα την ανάγκη για μια ριζική αλλαγή της ανθρωπότητας.
Ο Κρισναμούρτι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές και πνευματικούς δασκάλους όλων των εποχών. Δεν ανέπτυξε καμία φιλοσοφική θεωρία ή θρησκεία, αλλά μίλησε, κυρίως, για πράγματα που αφορούν όλους μας, για τα προβλήματα της ζωής μας στις σύγχρονες κοινωνίες όπου επικρατούν η βιαιότητα και η διαφθορά, για την αναζήτηση της ασφάλειας και της ευτυχίας, αλλά και για την ανάγκη του ανθρώπου να ελευθερωθεί από τα εσωτερικά εμπόδια του φόβου, του θυμού, του πόνου και της θλίψης. Εξήγησε με μεγάλη ακρίβεια τους λεπτούς μηχανισμούς του νου και τόνισε την ανάγκη για στοχασμό και πνευματικότητα στην καθημερινή μας ζωή.
Ο Κρισναμούρτι δεν ανήκε σε καμία θρησκευτική οργάνωση, δεν επιδοκίμασε καμία πολιτική ιδεολογία. Αντιθέτως, υποστήριζε ότι αυτοί ακριβώς είναι οι παράγοντες που διαιρούν τους ανθρώπους και γεννάνε συγκρούσεις και πολέμους. Υπενθύμιζε στους ακροατές του ξανά και ξανά ότι πρώτα απ’ όλα είμαστε άνθρωποι και όχι ινδουιστές, μουσουλμάνοι, βουδιστές, χριστιανοί ή κομμουνιστές, ότι δεν διαφέρουμε ψυχολογικά μεταξύ μας. Ζητούσε να μην καταστρέφουμε ο ένας τον άλλον ή το περιβάλλον, μεταδίδο­ντας ένα βαθύ σεβασμό για τη φύση. Η διδασκαλία του, διαχρονική και παγκόσμια, δίνει καινούργια σημασία και κατεύθυνση στην αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Κρισναμούρτι δεν μιλούσε ως γκουρού αλλά ως φίλος, ενώ οι ομιλίες και οι συζητήσεις που έκανε δεν στηρίζονταν σε γνώση βασισμένη στην παράδοση, αλλά στη δική του αντίληψη του ανθρώπινου νου, στην αίσθηση που είχε ο ίδιος για το ιερό. Έτσι, ο λόγος του είχε πάντα φρεσκάδα και αμεσότητα, παρόλο που η ουσία όσων έλεγε παρέμενε ίδια. Όταν απευθυνόταν σε μεγάλα ακροατήρια, οι άνθρωποι ένιωθαν σαν να μιλούσε στον καθένα προσωπικά, σαν να ήξερε τα προσωπικά τους προβλήματα. Διάφοροι μελετητές θρησκειών έβρισκαν ότι τα λόγια του έριχναν καινούργιο φως σε παραδοσιακές ιδέες, ενώ σύγχρονοι επιστήμονες και ψυχολόγοι που συζήτησαν διεξοδικά μαζί του τις θεωρίες τους συχνά διέκριναν τα περιορισμένα όρια των θεωριών αυτών. Επιπλέον, για τον Κρισναμούρτι έχουν γράψει κείμενα συγγραφείς όπως ο Aldus Huxley, ο Henry Miller και η Iris Murdoch.
Ο Κρισναμούρτι άφησε ένα πολύ μεγάλο υλικό από δημόσιες ομιλίες, συζητήσεις (με δασκάλους, μαθητές, επιστήμονες, σημαντικούς εκπροσώπους διαφόρων θρησκειών, ιδιώτες), τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, γραπτά κείμενα και επιστολές. Ένα μεγάλο μέρος από αυτό το υλικό έχει καταγραφεί σε βιβλία, κασέτες ήχου και DVD.




Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Ντέιβιντ Μπομ-Εσωτερισμός και Ερμηνεία της Κβαντικής Μηχανικής

Ο David Bohm (1917-1992) έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους λαμπρότερους φυσικούς της εποχής του. Εκτός από τις πολλές συνεισφορές του στη φυσική πλάσματος και τη κβαντομηχανική, είναι επίσης διάσημος για την ερμηνεία του, των
«κρυφών μεταβλητών», της κβαντικής μηχανικής. Τα ενδιαφέροντα του Bohm δεν περιορίζονταν στα επιστημονικά θέματα, αφού παρουσιάζει εκτενή συγγραφή σε φιλοσοφικά και άλλα ζητήματα. Στο περίφημο βιβλίο του Η Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη (1986), εισήγαγε τις σημαίνουσες ιδέες για τη «Φαινόμενη» [ΣτΜ: ή «Έκδηλη»] και την «Ενδογενή Τάξη», που αποτελούν τη βάση της φιλοσοφίας του. Η σκέψη του Bohm ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον G.W.F. Hegel (1770-1831) του οποίου η θέση στη Δυτική εσωτερική παράδοση αναγνωρίστηκε περισσότερο μόλις προσφάτως. Ο Bohm μαθήτευσε επίσης πολύ κοντά στον Jiddu Krishnamurti (1895-1986), και είχε αναγνωρίσει την επιρροή του δασκάλου του στη φιλοσοφία του. Σε μια συνέντευξή του σχολιάζει σχετικά με την Ενδογενή Τάξη ότι: «Πράγματι αυτά τα θέματα τα επεξεργάστηκα μαζί με τον Κρισναμούρτι [...] είχαμε πολλές συζητήσεις σχετικά. Νομίζω ότι εν μέρει μέσα από αυτές τις συζητήσεις, αν και όχι εντελώς, κατέληξα στην ιδέα της Ενδογενούς Τάξης. Συνήθιζε να με ενθαρρύνει σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση». Η παρούσα εργασία θα περιγράψει τη πρόσφατη έρευνα που έχει διεξαχθεί σχετικά με το θέμα της επιρροής του εσωτερισμού στη διαμόρφωση της ερμηνείας του Bohm για τη κβαντική μηχανική. 


Eισαγωγή
Ο Albert Einstein αναφερόμενος στην ανάγκη για μια ριζοσπαστική νέα κβαντική θεωρία, είπε: «αν κάποιος μπορεί να το κάνει, τότε αυτός είναι ο Bohm».(1) John Bell«Οι εργασίες του Bohm το 1952, σχετικά με την κβαντική μηχανική ήταν για μένα μια αποκάλυψη. ...Είχα πάντα την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν κατανοήσει τις ιδέες των εργασιών αυτών (και δυστυχώς αυτοί συνεχίζουν να αποτελούν τη πλειοψηφία) είναι σε μειονεκτική θέση σε οποιαδήποτε συζήτηση για την έννοια της κβαντικής μηχανικής».(2)
P.K. Feyerabend: «Οι ιδέες του Bohm για τη φυσική είναι πρωτότυπες, αναζωογονητικές και απολύτως απαραίτητες σε μια εποχή εφησυχασμού όσον αφορά στα θεμελιώδη».(3) 0 Δαλάι Λάμα: «Τον θεωρώ ως έναν από τους γκουρού μου, της επιστήμης».(4)  
Martin Gardner: «H δημιουργική εργασία του Bohm στη φυσική είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά σε άλλους τομείς, ήταν σχεδόν το ίδιο αφελής με τον Conan Doyle [...] Ο Bohm συχνά έπρεπε να διασωθεί από τους ηλίθιους».(5) 
Ο Robert Oppenheimer μιλώντας στους συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο Princeton, είπε: «Αν δεν μπορούμε να διαψεύσουμε τον Bohm, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε στο να τον αγνοήσουμε».(6)  
Όπως μπορεί να δει κανείς από αυτά τα αποφθέγματα, ο Bohm θαυμάζεται ευρέως από επιστήμονες και φιλόσοφους. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης κάποιοι που πίστευαν ότι είχε παραπλανηθεί, ότι ήταν αφελής, ακόμη και επικίνδυνος. Στη βιβλιογραφία, τις περισσότερες φορές γίνεται αναφορά στον Bohm σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με την ερμηνεία του για τις «κρυμμένες μεταβλητές» της κβαντικής μηχανικής, του 1952. Ωστόσο, το γεγονός αυτό «παραβλέπει» την μετέπειτα επιστημονική και φιλοσοφική του εξέλιξη, που ο Bohm θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Είναι δημοφιλής στους κύκλους των υποστηρικτών της κίνησης της Νέας Εποχής [ΣτΜ: New Age] και έχει γίνει αντικείμενο κατάχρησης από το ρεύμα του «Εποικοδομητικού Μεταμοντερνισμού».(7) 
Τον Bohm τον έχουν αποκαλέσει θρησκόληπτο, μυστικιστικό, φιλοσοφικό και πολλά άλλα, αλλά ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι ο σωστός χαρακτηρισμός του είναι, εσωτεριστής. Θέλουμε να υποστηρίξουμε τον ισχυρισμό ότι το αρχικό όραμα του Bohm είναι εσωτερικό και ότι εργάστηκε σκληρά για να το αναπτύξει σε βάθος, στη φιλοσοφία και στην επιστήμη του. 
Με ποιο τρόπο όμως θα είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε αν η φιλοσοφία του Bohm είναι εσωτερική; Παρά το γεγονός ότι η αντιπαράθεση σχετικά με τον καθορισμό και την οριοθέτηση του εσωτερισμού μαίνεται ακόμα, υπάρχει ένα δημοφιλής και χρήσιμος χαρακτηρισμός του σύγχρονου Δυτικού Εσωτερισμού που ορίζεται από τον Γάλλο ακαδημαϊκό, τον Antoine Faivre. Χωρίς να υπολείπεται αυστηρών κριτικών, το πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται στη μελέτη του εσωτερισμού που έχει αναπτυχθεί και εφαρμόζεται στην χριστιανική Δύση από την εποχή της Αναγέννησης. Ο ορισμός αυτός αποτελείται από 4 (υποχρεωτικά) + 2 (προαιρετικά) χαρακτηριστικά:  
i. Αντιστοιχίες [ΣτΜ: ή Αναλογίες]: μια συγκεκριμένη ολότητα στην οποία τα διάφορα επίπεδα του κόσμου αντιστοιχούν το ένα στο άλλο και ενεργούν με «συμπαθητικό» τρόπο. 
ii. Ζώσα Φύση: υπάρχει ένα μυστικό πυρ, μια κρυφή ζώσα δύναμη που διασχίζει το σύμπαν. 
iii. Φαντασία: η ικανότητα προσέγγισης των ενδιάμεσων επιπέδων. 
iv. Μεταστοιχείωση: πράγματα, όπως τα μέταλλα, και οι άνθρωποι μπορούν να μεταστοιχειωθούν. 
v. Συνταύτιση: η ιδέα ότι διαφορετικές φιλοσοφίες και θρησκείες είναι απλώς πτυχές μιας ενιαίας αλήθειας, της αιώνιας φιλοσοφίας  
vi. Μετάδοση: η ιδέα της μύησης από έναν κατάλληλο πομπό, τον γκουρού.(8) Αλλά όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους σύνθετους τομείς, ένα τέτοιος ορισμός λύνει τόσα προβλήματα όσα δημιουργεί και η εφαρμογή του μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητους ή αναμφισβήτητα εξοργιστικούς ισχυρισμούς. Για παράδειγμα, οι φιλόσοφοι δυσκολεύονται να δεχτούν τον G.W.F. Hegel (1770-1831), ως μέρος της εσωτερικής παράδοσης. 
Όσο κι αν ακούγεται ακραίο, αυτό είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε πολύ πειστικά από τον Alexander Magee στο έργο του Ο Hegel και η Ερμητική Παράδοση (2001), όπου δείχνει πώς το σύστημα του Hegel είναι διαμορφωμένο ως μια μυητική διαδικασία και πώς η οντολογία του, το αντικείμενο της Λογικής Εγκυκλοπαίδειάς του (1817), βασίζεται στη Χριστιανική Kabbalah.9 Ο Magee χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό του Faivre για να αποδείξει τη θέση του. 
Θα αποδεχθούμε το επιχείρημα του Magee, γιατί η Λογική Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί σημαντική επιρροή στη σκέψη του Bohm, και, ως εκ τούτου είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του εσωτερισμού του. Θα χρησιμοποιήσουμε επίσης τον ορισμό του Faivre ως έναν οδηγό για να κρίνουμε την εσωτερικότητα της φιλοσοφίας του Bohm. 

Bιογραφία με λίγα λόγια 
davidΟ David Josef Bohm γεννήθηκε στη πόλη των μεταλλωρυχείων Wilkes-Barre στην Pennsylvania, στις 20 Δεκεμβρίου 1917, όντας ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας Εβραίων μεταναστών. Το 1935 ο David έφυγε από το Wilkes-Barre για να μελετήσει φυσική στο Πολιτειακό πανεπιστήμιο της Pennsylvania, από όπου πήρε το πτυχίο του το 1939, και ένα χρόνο αργότερα έσμιξε με τον Robert Oppenheimer (1904-1967) στο Πανεπιστήμιο της California στο Berkley για να εργαστεί στη διασπορά των πρωτονίων και δευτερονίων [ΣτΜ: πυρήνες δευτέριου: ισότοπου του υδρογόνου] για το διδακτορικό του δίπλωμα, το οποίο του απονεμήθηκε το 1943. 
Μετά την αποφοίτησή του, ο Bohm εντάχθηκε στο Εργαστήριο Ακτινοβολίας Lawrence στο Berkley, όπου διεξήγαγε ερευνητική εργασία επικεντρωμένη στη θεωρητική κατανόηση της συμπεριφοράς του πλάσματος μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Bohm διάβαζε εκτενώς τον Marx, τον Engels και τον Lenin και έγινε «ένας Μαρξιστής». Εντάχθηκε στο FAECT, μια συνδικαλιστική οργάνωση που είχε ένα τμήμα που λειτουργούσε στο Εργαστήριο Ακτινοβολίας και το Νοέμβριο του 1942 εντάχθηκε επίσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου έμεινε  μόνο για εννέα μήνες. 
Το 1947 ο Bohm διορίστηκε Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton όπου συνέχισε την έρευνά του σχετικά με τη φυσική πλάσματος. Όλα έδειχναν ελπιδοφόρα για τον Bohm, αλλά όταν η σταυροφορία που είχε ξεκινήσει ο Αμερικανός Γερουσιαστής Joseph R. McCarthy ενάντια στον Κομμουνισμό εντάθηκε, ο Bohm ήταν ένας από τους υπόπτους λόγω των πολιτικών του τάσεων και συνελήφθη το Νοέμβριο του 1949. Ενώ απελευθερώθηκε με πληρωμή εγγύησης, το πανεπιστήμιο Princeton έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Bohm απαλλάσσοντάς τον από τα καθήκοντά του ως καθηγητή. Αυτό του έδωσε τον χρόνο να ολοκληρώσει και να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Κβαντική Θεωρία (1951), ένα επιστημονικό σύγγραμμα που ξεχωρίζει από τα άλλα λόγω της ποσότητας του χώρου που αφιερώθηκε στα εννοιολογικά θεμέλια της κβαντικής μηχανικής. Ο Bohm έγραψε το βιβλίο ως μια προσπάθεια να κατανοηθεί καλύτερα η θεωρία και να παρουσιαστεί, «με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», η καθιερωμένη της ερμηνεία, όπως αυτή προτάθηκε από την καινοτόμο σχολή υπό την αιγίδα του Δανού φυσικού Niels Bohr (1885-1962) στην Κοπεγχάγη. 
Παρά το γεγονός ότι η πρόταση αυτή έγινε ευρέως αποδεκτή, δεν πείστηκαν όλοι από τη φιλοσοφία της «Σχολής της Κοπεγχάγης». Μεταξύ των κύριων διαφωνούντων ήταν ο Albert Einstein (1879-1955), ο οποίος δεν αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα της κβαντικής μηχανικής ως μια προγνωστική θεωρία, αλλά ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για τα φιλοσοφικά της θεμέλια. Ο Bohm απέστειλε ένα αντίγραφο της Κβαντικής Θεωρίας του στον Einstein τον οποίο επίσης συνάντησε σε διάφορες περιστάσεις. Εμπνευσμένος από τις συνομιλίες του με τον Αϊνστάιν, ο Bohm δημοσίευσε σε δύο μέρη μια εργασία με τίτλο, Μία Προτεινόμενη Ερμηνεία της Κβαντικής Θεωρίας σε σχέση με Κρυφές Μεταβλητές, εμπεριέχουσα μία συνεπή και εντελώς καινούρια εναλλακτική προσέγγιση για την ορθόδοξη ερμηνεία της. Οι κρυφές μεταβλητές του τίτλου προκάλεσαν κάποια σύγχυση και ο Bohm μετονόμασε την θεωρία του ως «Η Αιτιακή Ερμηνεία».10 Ο Bohm δεν θεωρούσε ότι η Αιτιακή Ερμηνεία ήταν και «η αληθινή»: ο στόχος του ήταν να δείξει την ύπαρξη έγκυρων εναλλακτικών για την ερμηνεία του Κοπεγχάγης και ότι η ύπαρξη διαφορετικών φιλοσοφικών θέσεων ήταν δυνατή. 
Περίμενε ότι η κοινότητα της φυσικής θα αντιμετώπιζε τη πρότασή του με ανοιχτό μυαλό, και ανυπομονούσε να συμμετάσχει σε έναν επιστημονικό διάλογο, καθώς νόμιζε ότι είχε επιτύχει μια πολύ σημαντική επιστημονική ανακάλυψη.(11) Έμελλε όμως να απογοητευτεί, αφού οι σημαντικοί φυσικοί της εποχής αντέδρασαν με αρνητικό τρόπο. Η επιχειρηματολογία κατά του Bohm είχε μικρή σχέση με την επιστήμη και ήταν περισσότερο σχετική με τη πολιτική, τη φιλοσοφία και το προσωπικό ανταγωνισμό. 
Στο μεταξύ, στις 3 Ιουνίου 1951, ο Bohm αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες. Ωστόσο, το Princeton δεν ανανέωσε τη σύμβασή του με αυτόν και από εκείνο το σημείο μπήκε στη μαύρη λίστα και αναγκάστηκε να αποδεχθεί την Έδρα της Φυσικής που του προσέφερε το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, όπου έφτασε στις (10) Οκτωβρίου του 1951. Το γεγονός αυτό δεν τον βοήθησε στην προώθηση ενός διαλόγου με τους άλλους φυσικούς, τον έκανε να αισθανθεί απομονωμένος από το κυρίως ρεύμα της επιστήμης και οι ιδέες του μετατοπίστηκαν προς πιο φιλοσοφικά θέματα, διευρύνοντας το πεδίο της έρευνάς του και παρασύροντάς τον ακόμα πιο μακριά από την κοινότητα της φυσικής. Κατά την παραμονή του στη Βραζιλία ο Bohm είχε την ευκαιρία να διευρύνει τους φιλοσοφικούς του ορίζοντες με έναν τρόπο που θα ήταν αδύνατος οπουδήποτε αλλού. 
Άρχισε να μελετά τη φιλοσοφία του G.W.F. Hegel, ιδιαιτέρως την Εγκυκλοπαίδεια της Λογικής (1817), η οποία παρέμεινε μια πολύ σημαντική πηγή έμπνευσης στην υπόλοιπη ζωή του. 
Ο Bohm στην Βραζιλία δεν αισθάνθηκε ποτέ σαν στο σπίτι του και έφυγε τον Ιανουάριο του 1955 για να γίνει Καθηγητής στο Technion [ΣτΜ: Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ισραήλ] στην Χάιφα. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στο Ισραήλ γνώρισε την Sarah Woolfson, την οποία παντρεύτηκε τον Μάρτιο του 1956. Αργότερα, το 1957, δέχτηκε μια πενταετή ερευνητική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Bristol όπου ανακάλυψε μία περίεργη επίπτωση της κβαντικής μηχανικής, η οποία είναι σήμερα γνωστή ως φαινόμενο Aharonov-Bohm. Το 1961 κατέλαβε τη νεοσύστατη Έδρα της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Birkbeck College, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1983. Στην εναρκτήρια ομιλία του, με θέμα, Προβλήματα στις Βασικές Έννοιες της Φυσικής, που δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1963, ο Bohm εκκίνησε τολμηρά προς νέες κατευθύνσεις. 
Το φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα του Bohm και οι ολιστικές του τάσεις, τον οδήγησαν να εξερευνήσει θέματα και να γνωρίσει ανθρώπους πέρα από τον τομέα της φυσικής. Το 1962 άρχισε μια εκτεταμένη αλληλογραφία με τον ζωγράφο Charles Biederman (1906-2006), ο οποίος είχε επικοινωνήσει μαζί του μετά την ανάγνωση του έργου, Αιτιότητα και Τυχαιότητα στη Σύγχρονη Φυσική (1957), του δεύτερου βιβλίου του Bohm.12 Ο Bohm το 1962 γνώρισε επίσης τον Βρετανό μαθηματικό και συγγραφέα John Godolphin Bennett (1897-1974), ευρύτερα γνωστό για τη σχέση του με τον Άρμενο-Έλληνα εσωτερικό δάσκαλο, George I. Gurdjieff (1866-1949). Ο Bohm και ο Bennett είχαν μια τριετή αντιπαράθεση απόψεων σε θέματα που άγγιζε ο Bennett στα Θεμέλια της Φυσικής Φιλοσοφίας (1956), στο πρώτο τόμο του τετράτομου έργου του με τίτλο Το Δραματικό Σύμπαν (1956 -1966), το οποίο εμβαθύνει στις εσωτερικές διδασκαλίες τους Γκουρτζίεφ.(13) 
Η πιο δραματική γνωριμία όμως του Bohm ήταν με τον Ινδό εσωτερικό δάσκαλο, Jiddu Krishnamurti (1895-1986), τον οποίο συνάντησε προσωπικά στο Λονδίνο το 1961 και ανέπτυξε μαζί του μια στενή φιλία. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι ο Krishnamurti ήταν εντελώς ανοιχτός, έτοιμος να εξερευνήσει πράγματα μέσα σε ένα πνεύμα ανοιχτού διαλόγου και σε θέση να τον προκαλέσει. Για τον Krishnamurti η συνάντηση με τον Bohm ήταν εξίσου συγκλονιστική, καθώς δεν είχε υπάρξει ποτέ ένα ισάξιο με αυτόν άτομο που να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, φιλικό προς τη διδασκαλία του και με τις γνώσεις και τις διανοητικές ικανότητες του Bohm. Ο Bohm αφοσιώθηκε με όλη του τη καρδιά και τη ψυχή στον εσωτερικό κόσμο του Krishnamurti. Αφιέρωσε πολύ χρόνο και έκανε πολλά έξοδα για να συμμετάσχει στης δραστηριότητες του Krishnamurti σε όλο τον κόσμο. Επισκεπτόταν ετησίως την ελβετική πόλη του Saanen όπου ο Krishnamurti συνήθιζε να παρουσιάζει τις ομιλίες του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Έγινε θεματοφύλακας της Σχολής του Krishnamurti στο Brockwood Park στο Hampshire και στο ίδρυμα Krishnamurti. Εμπλεκόταν επίσης πολύ με δραστηριότητες που σχετίζονταν με το κέντρο του Ojai στην California, όπου ο Krishnamurti είχε την μόνιμη κατοικία του. Ο Bohm συμμετείχε εκτενώς σε δημόσιους διαλόγους με τον Krishnamurti, πολλοί από τους οποίους καταγράφηκαν και εκδόθηκαν σε μορφή βιβλίου.(14) 
Η σχέση τους είχε ένα πι σωγύρισμα το 1986, όταν ο Krishnamurti ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί του για θέματα εξάρτησης και για τη τάση του προς την κατάθλιψη. Ο Krishnamurti παραπονέθηκε ότι ο Bohm ήταν πολύ διανοητικός και ότι είχε αποτύχει να εφαρμόσει τη διδασκαλία του στη πράξη. Ο Bohm, από την πλευρά του, είχε ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την αξίωση του Krishnamurti για την ανάγκη εγκατάλειψης όλων των δασκάλων, ενώ ταυτόχρονα αυτός παρουσιάζονταν ως τέτοιος. Για κάποιο διάστημα οι δύο άνδρες παρέμειναν αποξενωμένοι, αλλά με το χρόνο άμβλυναν της διαφορές τους και αποκατέστησαν έναν διάλογο. Ωστόσο, οι μεταξύ τους συνομιλίες είχαν χάσει την αλλοτινή τους ενέργεια και το βάθος. Ο Bohm είχε λόγο να παραμείνει επιφυλακτικός απέναντι στον Krishnamurti ως άνθρωπο, αλλά όχι για τις διδασκαλίες που ο ίδιος πάντα θεωρούσε ορθές. 
Ο Bohm συνταξιοδοτήθηκε από τo Birkbeck το 1983. Το 1980 δημοσίευσε το φημισμένο του έργο, Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη, μια συλλογή από άρθρα, γραμμένα κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Συνέχισε τη διεύρυνση του πλαισίου της Ενδογενούς Τάξης στο πολύ ριζοσπαστικό Επιστήμη Τάξη και Δημιουργικότητα (1987), έργο γραμμένο σε συνεργασία με τον David Peat.15 Στο έργο, Μια Νέα Θεωρία για τη Σχέση Μεταξύ Νου και Ύλης (1990) ανέπτυξε μία πανψυχική φιλοσοφία του νου βασισμένη στην «ολοκίνηση».16 Αργότερα η τεχνική διαλόγου του Βρετανού ψυχολόγου Patrick De Mare (1916-2008), χτύπησε μια χορδή του Bohm ο οποίος ανέπτυξε τη δική του εκδοχή μιας ομάδας διαλόγου στο πλαίσιο της Ενδογενούς Τάξης.17 Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ο Bohm επέστρεψε στο πρόβλημα της ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής, την οποία συνέχισε να αναπτύσσει κυριολεκτικά μέχρι τη τελευταία ημέρα της ζωής του. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι η λέξη «αιτιακή» δεν απέδιδε τον κύριο σκοπό της ερμηνείας του, που ήταν να προσδώσει μια οντολογία στον κβαντικό κόσμο. Η «Οντολογική Ερμηνεία» είναι το όνομα που επέλεξε για την τελευταία απόδοση της ερμηνείας του, όπως εμφανίζεται στο, Αδιαίρετο Σύμπαν: μια οντολογική ερμηνεία της κβαντομηχανικής (1993), το τελευταίο βιβλίο που έγραψε σε συνεργασία με τον Basil Hiley και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του το 1993.18 Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου ο Bohm σχεδίασε ένα αρκετό ριζοσπαστικό πρόγραμμα έρευνας που περιελάμβανε τη συνείδηση και τον νου. Πέθανε στις 27 Οκτώβριου του 1992, μερικές ώρες μετά τη συμφωνίας του με τον Hiley για τις τελικές λεπτομέρειες. 

Εσωτερισμός του Bohm

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του Bohm είναι μία οντολογική ολοκρατία, παρόμοια με μια μυστικιστική ενοποίηση στην οποία η κύρια κατηγορία περιλαμβάνει τα πάντα.(19) Η επίτευξη της ολότητας δεν ήταν κάτι που ο Bohm έμαθε διαβάζοντας, ήταν εγγενής στις μυστικιστικές καταστάσεις που είχε βιώσει κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και σε κάποιες άλλες περιόδους της ζωής του: 
Αυτό έχει σχέση με όσα είπα πριν σχετικά με την πρώιμη παιδική μου ηλικία όταν έβλεπα φως και άπλωνα το χέρι μου να το φτάσω και όλα τα φώτα να απλώνονται στο σκοτάδι και να έρχονται σε επαφή με τα πάντα [...] Κατά κάποιο τρόπο εισήλθα στον κόσμο του φωτός [...] Είχα αυτό το όραμα της επίγνωσης ενός υπερβολικά έντονου φωτός, κάτι περισσότερο πραγματικού [...] ιδιαιτέρως έντονη επίγνωση ενός διάχυτου φωτός μέσα στο οποίο τα πάντα θα μπορούσαν να φαίνονται όπως είναι.(20)
Η φιλοσοφία του όμως προχωρά πέρα από την απλή δήλωση της ενότητας του κόσμου. Για τον Bohm η φύση αυτής της ολοκληρίας είναι η καθαρή κίνηση. Η πραγματικότητα ως «μια αδιάσπαστη ολότητα της ολοκληρίας της ύπαρξης, ως μια αδιαίρετη, ρέουσα κίνηση χωρίς σύνορα» είναι το κλειδί των φιλοσοφικών ιδεών του Bohm.21 Ο Bohm προτείνει ότι η «κίνηση» είναι η θεμελιώδης άποψη της πραγματικότητας και η «ύπαρξη» μία δευτερεύουσα. Τα πράγματα είναι σταθερές ιδιότητες της θεμελιώδους κίνησης, χρήσιμες αφηρημένες έννοιες που αντικειμενοποιούνται από τον νου: δεν είναι η «πραγματικότητα». Η φιλοσοφία του Bohm είναι μια επιστροφή στην «κίνηση ur», μια ιδέα ριζωμένη στη δικές του εμπειρίες: 
[...] έπρεπε να διασχίσουμε το ρεύμα [...] ξαφνικά έκανα αυτό το άλμα και λειτούργησε, βλέπετε, ενώ πριν θα είχα πει ότι πρέπει να κάνω ένα βήμα τη φορά από τη μια πέτρα στην άλλη και να σταματάω για να δω πού μπορώ να κάνω το επόμενο βήμα και ούτω καθεξής [...] και ξαφνικά είχα αυτή την ενόραση ότι δεν ήταν απαραίτητο, ότι η κίνηση από μόνη της ήταν μια κατάσταση ύπαρξης [...] υπήρξε η ιδέα ότι η κίνηση ήταν πρώτη και η ύπαρξη ήταν μέρος της.(22) 
Ο Bohm αρχίζει να συναρθρώνει την φιλοσοφική του ατζέντα στο δεύτερο βιβλίο του, Αιτιότητα και Τυχαιότητα στη Σύγχρονη Φυσική (1957)23 μια έρευνα σχετικά με την διαλεκτική σχέση μεταξύ αιτιοκρατίας και πιθανοκρατίας στο φυσικό νόμο. Υποστηριζόμενος από κάποια πρωτοποριακή έρευνα στη θεωρία του χάους που έδειξε την ανάδυση του απρόοπτου μέσα στο βασίλειο των αιτιοκρατικών μηχανικών νόμων, διατύπωσε την ιδέα της ύπαρξης μιας σειράς από εναλλακτικά «επίπεδα»: ένα επίπεδο αιτιοκρατικού νόμου (κλασική μηχανική) που είναι το αποτέλεσμα ενός πιο θεμελιώδους επιπέδου, όπου βασιλεύει ο στατιστικός νόμος (κβαντομηχανική), το οποίο με τη σειρά του είναι αποτέλεσμα ενός ακόμα βαθύτερου επίπεδου που αποκρίνεται στην αιτιοκρατία (μια ανύπαρκτη θεωρία που θα μπορούσε να εξαχθεί από την Αιτιακή Ερμηνεία), και ούτω καθεξής. Το βιλίο είναι εξαιρετικά επηρεασμένο από τη διαλεκτική του Hegel. Μια σημαντική ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά το Αιτιότητα και Τυχαιότητα είναι το «ποιοτικό άπειρο της φύσης»: 
[...] Η φύση δεν ήταν περιορισμένη, αλλά ήταν άπειρη στις ιδιότητες τις [...] η φύση είναι απείρως πλούσια και όλα πλέκονται μαζί σε ένα σύνολο, όπου τα αντίθετα διαπλέκονται δυναμικά με αυτόν το διαλεκτικό τρόπο.(24) 
Ο Bohm χρησιμοποιεί αυτή τη σύλληψη για να επικρίνει αυτό που αποκαλεί μηχανιστική φιλοσοφία, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι να ανάγει όλους τους νόμους της φύσης σε ένα πεπερασμένο αριθμό αντικειμένων και νόμων. Αυτή η σκάλα τάξεων τον οδήγησε να συνεπάγει μια σχέση μεταξύ του νου και της ύλης ως απλά διαφορετικά επίπεδα του ίδιου Όλου. Έτσι τώρα, ο Bohm είχε ήδη στραφεί προς τον ιδεαλισμό του Hegel που θεωρεί την σκέψη ως μια διαδικασία: 
[...] λέτε ότι η σκέψη είναι μια υλική διαδικασία [...] αν θέλετε να είστε ένας υλιστής. Αν δεν θέλετε, θα το θέσουμε με εγγελιανούς όρους, κάτι που σημαίνει ότι η σκέψη είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, και ότι η ίδια η ύλη είναι σαν τη σκέψη του Θεού. Η ίδια η ύλη είναι το σύμβολο της σκέψης του Θεού.(25) 
Ο Bohm υποστήριξε ότι ήταν επιβεβλημένο να συνειδητοποισουμε τη τάση της σκέψης προς το κατακερματισμό, καθώς η κύρια πηγή των προβλημάτων στο άτομο και στη κοινωνία είναι η συγχυτική ταύτιση του κατακερματισμού που παράγεται από τη σκέψη, με την έννοια της «πραγματικότητας». Ο Bohm στο έργο του, Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη (1980), μια συλλογή άρθρων που έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, γράφει ότι:  
Αυτό που μάλλον πρέπει να ειπωθεί είναι ότι η ολότητα είναι αυτό που είναι πραγματικό, και ότι ο κατακερματισμός είναι η απάντηση αυτού του συνόλου στη δράση του ανθρώπου που καθοδηγείται από την ψευδαισθητική αντίληψη, η οποία διαμορφώνεται από την κατακερματισμένη σκέψη. Με άλλα λόγια, ακριβώς επειδή η πραγματικότητα είναι ένα Όλο, είναι και αναπόφευκτο για τον άνθρωπο με την κατακερματισμένη του προσέγγιση, να απαντηθεί με αντίστοιχα κατακερματισμένη απόκριση. Έτσι, αυτό που χρειάζεται στον άνθρωπο είναι να δώσει προσοχή στην συνήθειά του να σκέφτεται κατακερματισμένα, να έχει την επίγνωση αυτού του γεγονότος, και έτσι να τη σταματήσει.(26) 
Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη περιλαμβάνει επίσης και την Κβαντική Θεωρία ως μια Ένδειξη μιας Νέας Τάξεως στη Φυσική, (μέρη Α και Β, που εκδόθηκαν παλαιότερα το 1971 και 1973 αντίστοιχα), έργο στο οποίο ο Bohm, παρουσίασε για πρώτη φορά αναλυτικά την «Ενδογενή Τάξη». Ο Bohm δεν δίνει ποτέ έναν ορισμό για την Ενδογενή Τάξη: αυτός μόνον υπονοείται με φράσεις όπως «αδιάσπαστη ολότητα της ολοκληρίας της ύπαρξης ως μια αδιαίρετη ροή κίνησης χωρίς όρια» και με τη χρήση κάποιων μεταφορών, ειδικότερα αυτής του ολογράμματος.(27)
Το έργο Ολότητα και η Ενδογενής Τάξη είναι μια καλή σύνοψη των ιδεών του Bohm εκείνης της εποχής, αλλά όχι μια σύνοψη της «τελευταίας λέξης» του. Για τον ίδιο τον Bohm δε θα υπήρχε ποτέ μια «τελευταία λέξη», επειδή θεωρούσε ότι τίποτα οριστικό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί σχετικά με την Ενδογενή Τάξη. 
Η Ενδογενής Τάξη δεν ήταν η τελική «πραγματικότητα» για τον Bohm. Κάποια στιγμή αργότερα έγραψε το πιο ριζοσπαστικό έργο, Επιστήμη Τάξη και Δημιουργικότητα (1987) σε συνεργασία με τον David Peat.(28) Στο βιβλίο αυτό ο Bohm παρουσίασε την «Υπέρ-Ενδογενή Τάξη" που έχει την ίδια σχέση με την Ενδογενή Τάξη, όπως η Ενδογενής Τάξη έχει με την Φαινόμενη Τάξη, τον κόσμο δηλαδή που βιώνουμε. Έχοντας εισάγει μια δεύτερη ενδογενή τάξη που αγκαλιάζει τη πρώτη, υπάρχει μια τρίτη και ούτω καθεξής. Ο Bohm εισήγαγε έναν καινούργιο νεολογισμό για να αναφερθεί σε αυτή την ολοκληρία τάξεων, την «ολοκίνηση», ώστε να δώσει έμφαση στην αδιάσπαστη και αδιαίρετη ολοκληρία της απροσδιόριστης και μη μετρήσιμης «κίνησης ur». Ο Bohm συνέχισε να εφαρμόζει αυτές τις ιδέες για να εξετάζει τη φύση της δημιουργικότητας, ως τη λειτουργία της Γενεσιουργού Τάξης μέσα στην οποία η φαντασία είναι:
[…] ουσιαστικά η δημιουργική πηγή της πραγματικότητας. Έξω όμως από αυτήν την φαντασία που περιλαμβάνει το συναίσθημα και ένα είδος θέλησης μέσω του οποίου αναδύονται όλων των ειδών τα πράγματα. Η μορφή των πραγμάτων που μπορεί να είναι άγνωστη. Η φαντασία δεν είναι απλώς μια αντανάκλαση από αυτό που υπάρχει εν τούτοις, μπορεί να αντανακλά αυτό που πράγματι υπάρχει, αλλά μπορεί επίσης να υπερβαίνει αυτό που υπάρχει για να παράγει δημιουργικά αυτά που ήταν μόνο δυνητικότητες.(29)

Επίσης, χρησιμοποίησε την ολοκίνηση για να παρουσιάσει τη σχέση μεταξύ του νου και της ύλης σε ένα σημαίνον άρθρο με τίτλο, Μια νέα θεωρία της Σχέσης του Νου με την Ύλη (1990). Ο Bohm αντιτάχτηκε στη χρήση της διχοτόμησης «νου-ύλης» καθώς πίστευε ότι η αναφορά με αυτό τον τρόπο σε μια αδιαίρετη ολότητα μέσα στην ίδια, εισήγαγε έναν τεχνητό κατακερματισμό. Για να αναφερθεί στις δύο πλευρές αυτού του Όλου χρησιμοποίησε τους όρους «somasignificance » και «signasomatic». 
Για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις του κατακερματισμού, είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας: ‘να παρατηρούμε τον παρατηρούμενο’. Ο Bohm υποστήριξε ότι οι σκέψεις μας συνεχίζουν να παράγουν συνέπειες παρότι βρίσκονται εκτός της επίγνωσής μας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υποστήριξε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία είχαν τις ρίζες τους στον τρόπο που χρησιμοποιούν την σκέψη οι άνθρωποι. Η σύγχυση του κατακερματισμού ως αποτέλεσμα των συνηθισμένων λειτουργιών του εγκεφάλου οδήγησε τους ανθρώπους να αντιληφθούν τον κόσμο με ένα λανθασμένο τρόπο. Πίστευε ότι ομάδες διαλόγου θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διόρθωση αυτής της σύγχυσης κάνοντας το άτομο να αναγνωρίσει τον τρόπο με τον οποίο ο νους του λειτουργεί. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματικός ο διάλογος, τα άτομα πρέπει να είναι ικανά να αναστείλουν τις άμυνες τους και να ακούσουν με ένα ανοιχτό μυαλό, και για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητη μία εξατομικευμένη πρακτική και η πειθαρχία.
Για τους ακαδημαϊκούς του δυτικού εσωτερισμού οι μελέτες αυτές για την ολοκρατία, τον νου και την ύλη, η «rheomode », η οντολογία της διαδικασίας, τα άπειρα επίπεδα της φύσης, η ενδογενής τάξη, η σκέψη ως πραγματικότητα, η παρατήρηση του παρατηρητή, η αδυναμία της κατανόησης του όλου, και πολλές άλλες ιδέες του Bohm θα είναι οικείες.  Υποστηρίζουμε ότι ο λόγος για τον οποίο ο Bohm ελκυόταν από εσωτερικούς στοχαστές ήταν επειδή ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς. Αναγνώρισε και συνάντησε στον εσωτερισμό χαρακτηριστικά που ήταν παρόμοια με τη δική του σκέψη: iΗ ολοκίνηση είναι μια ζωντανή διαδικασία και όλο το σύμπαν περιέχεται μέσα σε αυτήν, ii) Η φαινόμενη, ενδογενής, υπερενδογενής και άλλες τάξεις είναι μια σειρά επίπεδων σε αντιστοιχία, που αποτελούν το ποιοτικό άπειρο της φύσης iiiείναι δυνατό να μεταμορφώσει τον κόσμο με τη χρήση τεχνικών όπως ο διάλογος του iv) η φαντασία είναι ο τρόπος που εμπλεκόμαστε με την Γενεσιουργό Τάξη. 
Δεν είναι τυχαίο ότι προσελκύστηκε από την Επιστήμη της Λογικής του Hegel, ένα οντολογικό σύμπαν άμεσα χαρτογραφημένο πάνω στην χριστιανική Καμπάλα και στις διδασκαλίες του Krishnamusrti. Ο Bohm ο ίδιος αναγνώρισε τη σημασία της επιρροής του Hegel και της εσωτερικής διδασκαλίας του Krishnamusrti στη σκέψη του. Σε μια συνέντευξη που διεξήχθη από τον William MAngelos τον Σεπτέμβριο του 1990 στο Άμστερνταμ, μόλις δύο χρόνια πριν το θάνατό του Bohm, ο ίδιος, σχολιάζει για την Ενδογενή Τάξη: 
Πράγματι επεξεργάστηκα αυτό το θέμα με τον Krishnamusrti και συναντιόμασταν κάθε χρόνο όταν ήρθε στο Λονδίνο [...] είχαμε πολλές συζητήσεις, βλέπετε. Νομίζω ότι εν μέρει μέσα από αυτές τις συζητήσεις, αν και όχι εξ’ ολοκλήρου, έφτασα σε αυτή την ιδέα της Ενδογενούς Τάξης. Συνήθιζε σε μεγάλο βαθμό να με ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να είχα την ιδέα αυτή πριν σε μια πολύ σπερματική μορφή.(30) 
Εξέδωσε αρκετές συζητήσεις με τον Krishnamurti: Το Τέλος του Χρόνου (1985), Το Μέλλον της Ανθρωπότητας (1986), Τα Όρια της Σκέψης (1999). Σε αυτές, οι συνέπειες της σύγχυσης που προκαλείται από τον τάση κατακερματισμού της σκέψης έχουν μια περίοπτη θέση. Συζήτησαν την ανάγκη να ξεπεραστεί η σύγχυση και τους τρόπους για να γίνει αυτό. Αλλά αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε είναι πως ο Bohm λέει ότι ο Krishnamurti τον ενθάρρυνε να διατυπώσει αυτό που ήταν ήδη εκεί. Ο Bohm είχε τις περισσότερες από τις ιδέες του σχηματισμένες όταν συνάντησε τον Krishnamurti. Ο εσωτερισμός του Bohm προηγήθηκε της συνάντησής του με τον Krishnamurti. Τελικά, τι κάνει με την επιστήμη του ένας επιστήμονας με εσωτερικές κλίσεις και μια τάση να ενοποιεί τις σκέψεις του σε ένα ενιαίο σύστημα; 

H Ερμηνεία της Κβαντομηχανικής 


Ο Bohm προσπαθούσε πάντα να ενσωματώσει τη φιλοσοφία του στη φυσική του. Η κλίση του Bohm στις συμβολικές μεταφορές και την ολότητα συναντάται από πολύ νωρίς στη καριέρα του. Χρησιμοποίησε τις σπουδές του πάνω στη μελέτη του πλάσματος για να κατασκευάσει μια «μεταφορά» για μια κοινωνία, εδραιωμένη πάνω στην ολοκρατική μαρξιστική φιλοσοφία: 
Το πλάσμα έγινε πολύ ενδιαφέρον για μένα. Ήταν μια αυτοσυντηρούμενη κίνηση, τέτοια ώστε κάθε ηλεκτρόνιο έχει την ελευθερία του [...] το είδα αυτό ως ένα μοντέλο κοινωνίας, όπου θα ήθελα να αρχίσω να κατανοώ τη σχέση του ατομικού ανθρώπου με τον συλλογικό.(31) 
Ο Bohm έγραψε την Κβαντική Θεωρία του, με στόχο να παρουσιάσει τη φιλοσοφία τού Niels Bohr υπό το καλύτερο δυνατό φως. Σε ένα μεγάλο μέρος του κειμένου η προσοχή είναι στραμμένη σε φιλοσοφικά ζητήματα.  Ο Bohm περιλαμβάνει επίσης μια συζήτηση για τις ομοιότητες μεταξύ του νου και της ύλης που εκμαιεύονται από την κβαντομηχανική.(32) Η Κβαντική ολοκρατία παρουσιάζεται λεπτομερώς και χρησιμοποιείται ως επιχείρημα κατά της μηχανικής φιλοσοφίας που αναλύει τον κόσμο κατατέμνοντάς τον σε διακριτά μέρη. Ο Bohm καταλήγει στο συμπέρασμα ότι 
Αυτό σημαίνει ότι ο όρος «κβαντική μηχανική» είναι πιο πολύ μια ακυρολογία. Θα έπρεπε ίσως να αποκαλείται κβαντική μη-μηχανική

Μετά την σύνταξη της Κβαντικής Θεωρίας, ο Bohm αισθάνθηκε ότι είχε αποτύχει στο στόχο του, να κατανοήσει τη θεωρία, καθώς ακόμη υπήρχαν ορισμένα ασαφή στοιχεία. Η Αιτιακή Ερμηνεία του είναι μια προσπάθεια να ξεκαθαριστεί η ασαφής ολοκρατία στην ορθόδοξη ερμηνεία της κβαντο-μηχανικής. Η πιο σημαντική πτυχή της Αιτιακής Ερμηνείας είναι η παρουσίαση ενός «κβαντικού δυναμικού» ενός δυναμικού με πολύ ασυνήθιστες φυσικές ιδιότητες. Μία από αυτές είναι η μη τοπικότητα της που εξηγεί την διεμπλοκή. Στην αρχική της μορφή, η Αιτιακή Ερμηνεία δεν εξηγεί από που προέρχεται το κβαντικό δυναμικό. Υποθέτεται απλά ότι αποτελεί μέρος της πειραματικής κατάστασης. Η Ενδογενής Τάξη μπορεί να θεωρηθεί ως μια περαιτέρω ανάπτυξη για να εξηγηθεί από πού προέρχεται το κβαντικό δυναμικό και γιατί έχει ασυνήθιστες ιδιότητες. 
Οι περισσότερες ιδέες που παρουσιάζονται στην εναρκτήρια ομιλία του στο Birkbeck, με τίτλο, Προβλήματα στις Βασικές Έννοιες της Φυσικής, είναι φιλοσοφικές. Ο Bohm αισθάνθηκε ότι ήταν απαραίτητο να ξεκινήσει μια πλήρη επανεξέταση των κατηγοριών της κληρονομημένης από την κλασική φυσική σκέψης, μετατοπίζοντας την έμφαση στη διαδικασία και την κίνηση από τα σωματίδια και τα πεδία. Σκέφτηκε ότι οι αλγεβρικές τοπολογικές δομές θα ήταν πιο κατάλληλες για να περιγράψουν έναν προ-χώρο που θα ήταν πιο θεμελιώδης από το χώρο-χρόνο που ήταν διαμορφωμένος σύμφωνα με τις μετρικές δομές που χρησιμοποιούνταν στις παρούσες θεωρίες.34 Μία συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι η παρουσίαση της Υπερ-Ενδογενούς Τάξης, που προέκυψε πρώτη στην αιτιακή θεώρηση των κβαντικών πεδίων:  
Στη θεωρία των σωματιδίων, η Αιτιακή Ερμηνεία, με την έμφαση να δίνεται στο κβαντικό δυναμικό, φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να είναι ένα βήμα μακριά από το να θεωρήσει την ενδογενή τάξη ως βασική. Αλλά στην Αιτιακή Ερμηνεία της θεωρίας πεδίου, αυτό δεν είναι έτσι. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο ενδογενείς τάξεις σε μια καθορισμένη σχέση. Η πρώτη ενδογενής τάξη είναι απλά το ίδιο το πεδίο και η κίνησή του, που περιγράφονται από τις συναρτήσεις του Green. Είναι απλά μια μορφή της ενδογενούς τάξης. Η δεύτερη Ενδογενής Τάξη αποκτάται στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη την υπερ-κβαντική κυματική συνάρτηση. Αυτό έχει σχέση με το συνολικό πεδίο, όπως η αρχική κυματική συνάρτηση σχετίζεται με το σωματίδιο. Μια πιο λεπτομερής επεξεργασία δείχνει ότι η υπερ-κβαντική κυματική συνάρτηση κινείται επίσης σε ένα είδος ενδογενούς τάξης η οποία είναι, ωστόσο, πολύ πιο δυσδιάκριτη και πολύπλοκη από ό, τι είναι η πρώτη ενδογενής τάξη. Στη συνέχεια αυτή συνιστά τη δεύτερη ενδογενή τάξη.(35) 
Πολύ περισσότερο από μία λεπτομερή επιστημονική γνώση, αυτό που ο Bohm πρότεινε ήταν μία νέα ιδέα για την επιστήμη και έναν νέο τρόπο να ασκείται η επιστήμη. Στο σύγγραμμά του, με τίτλο, Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας (1965), συμπεριέλαβε ένα φιλοσοφικό παράρτημα για την «Φυσική και Αντίληψη» όπου συμπέρανε ότι η επιστήμη είναι βασικά ένας τρόπος επέκτασης της αντιληπτικής επαφής του ανθρώπου με τον κόσμο, ένα μέσο για να εδραιωθεί μία δημιουργική επαφή με τον κόσμο, και ότι η σημασία της επιστημονικής γνώσης ήταν δευτερεύουσα: 
[...] η επιστήμη δεν οδηγεί στη γνώση μιας απόλυτης αλήθειας [...] Γιατί η γνώση που τροφοδοτείται από την επιστήμη είναι (όπως και κάθε άλλη γνώση) βασικά μία έκφραση της δομής που έχει αποκαλυφθεί κατά τη διαδικασία του να ερχόμαστε από στιγμή σε στιγμή σε επαφή με έναν κόσμο, η ολοκληρία του οποίου φθάνει πέρα από την ικανότητά μας να κατανοούμε οποιαδήποτε δοθείσα ομάδα κανόνων, ιδεών, εννοιών, αντιλήψεων, κλπ.(36) 
Για τον Bohm η φυσική ήταν μία μορφή αίσθησης, μία διαισθητική κατανόηση ή ακόμα και μία «αισθητική αντίληψη» για να χρησιμοποιήσω περισσότερο μεγαλόσχημες λέξεις. Ως μία αίσθηση στο σώμα του, οι σκέψεις και το σώμα του ήταν το ένα μέρος του άλλου. Η κατανόησή του ήταν μία άμεση αντίληψη της φυσικής που του έδωσε διαισθητικά τις απαντήσεις σε προβλήματα. Αυτός κατόπιν συμπλήρωνε τις μαθηματικές λεπτομέρειες σαν ένα θέμα σύμβασης και αυτές οι μαθηματικές προελεύσεις των λύσεων ήταν συχνά λανθασμένες. Τα συγγράματά του είναι γεμάτα από μαθηματικά λάθη χωρίς να ανατρέπεται η ορθότητα των φυσικών του συμπερασμάτων. Παραπονιόταν ότι οι φυσικοί είχαν γίνει πολύ μαθηματικοί, ξεχνώντας τη φυσική κατάσταση που ήταν η προέλευση του προβλήματος. 
Το Αδιαίρετο Σύμπαν, το τελευταίο βιβλίο φυσικής του Bohm σε συνεργασία με τον Basil Hiley, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1993, είναι ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο. Ο πρωταρχικός του σκοπός είναι να συνοψίσει την Οντολογική Ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής (37). Στο τελευταίο κεφάλαιο του Αδιαίρετου Σύμπαντος, ο Bohm και ο Hiley παρουσιάζουν ένα ερευνητικό σχέδιο για την ανεύρεση μίας εναλλακτικής διατύπωσης της κβαντικής μηχανικής, βασισμένο σε μία αλγεβρική περιγραφή της Ενδογενούς Τάξης στην οποία φιγουράρει ρητά η ολοκίνηση. Αυτή η προσέγγιση τους οδήγησε στο να λάβουν υπόψη τους τις άλγεβρες που παρουσίασε ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος William KClifford (1845-1879), ο οποίος στο άρθρο Σώμα και Νους πρότεινε μία μονιστική φιλοσοφία στην οποία η «νοητική ουσία» είναι η θεμελιώδης πραγματικότητα. 
Το τελευταίο τμήμα του Αδιαίρετου Σύμπαντος, βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Bohm με τίτλο, Μία Νέα Θεωρία για τη Σχέση του Νου και της Ύλης, αποτελεί μία αμεταμέλητη θεωρία συναίσθησης, στην οποία υπονοείται ότι η πρωταρχική εμπειρία στη συνείδηση, είναι αυτή μίας Ενδογενούς Τάξης. Η διαδικασία της συνείδησης εκδηλώνει δύο πλευρές: μία φυσική και μία διανοητική:

Ποια είναι η σχέση μεταξύ των φυσικών και διανοητικών διαδικασιών; Η απάντηση που προτείνουμε εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν δύο διαδικασίες. Αυτό που μάλλον υπονοείται είναι ότι και οι δύο είναι στην ουσία ίδιες. Αυτό σημαίνει πως αυτό που εμείς εμπειριώνουμε ως νου, στη κίνησή του μέσα στα διάφορα επίπεδα ευφυΐας, θα κινήσει τελικά το σώμα με έναν φυσικό τρόπο, φθάνοντας στο επίπεδο του κβαντικού δυναμικού και του «χορού» των σωματιδίων [...] με κάποια έννοια, μία στοιχει ώδης ποιότητα ομοιάζουσα με νου, είναι παρούσα ακόμα και στο επίπεδο της στοιχειώδους φυσικής [...] δεν υπάρχει πραγματικός διαχωρισμός μεταξύ του νου και της ύλης [...] η βαθύτερη πραγματικότητα είναι κάτι πέρα από τον νου και την ύλη [...] η ζωή είναι παντοτινά περιπτυγμένη με ύλη και ακόμα βαθύτερα στο υποκείμενο έδαφος μιας γενικευμένης ολοκίνησης όπως είναι ο νους και η συνείδηση [...] ο παρατηρητής μαζί με τις σκέψεις του περιέχεται σε αχώριστους τρόπους [...] οι γενικές θεωρίες της φυσικής είναι μία επέκταση αυτής της διαδικασίας.(38)
Ο αναγνώστης του τελευταίου παραθέτος πρέπει να θυμάται ότι το Αδιαίρετο Σύμπαν είναι ένα βιβλίο φυσικής. Tο Συμπέρασμα Τα συμπεράσματά μας είναι ότι: 
• Ο Bohm είναι ένας εσωτερικός στοχαστής:
- Θέλχτηκε από τον εσωτερισμό των Hegel, Bennet, Krishnamurti, Gurdjieff, Ouspensky. Ελκυόταν από αυτούς εξαιτίας του δικού του οράματος για την ολότητα και όχι γιατί ήταν επηρεασμένος από αυτά που είχε διαβάσει. Ο εσωτερισμός του προέρχεται από τη δική του εμπειρία. Συνάρθρωσε τη φιλοσοφία του με τη βοήθεια των ανθρώπων που συνάντησε στη ζωή του.
- Η φιλοσοφία του περιέχει όλα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός εσωτερικού συστήματος: α) Ζώσα φύση - Ολοκίνηση β) Αναλογίες-Φαινόμενη, Ενδογενής, Υπερ-Ενδογενής, Τάξεις γ) Μεταμόρφωση - Διάλογος δ) Φαντασία - η Γενεσιουργός Τάξη. 
• Η επιστήμη του, ειδικότερα η ερμηνεία του για την κβαντική μηχανική, ενσωματώνει αυτό το εσωτερικό όραμα. Η Οντολογική Ερμηνεία είναι μία εσωτερική ερμηνεία επειδή αναπτύχθηκε από έναν εσωτερικό στοχαστή που πάλεψε σκληρά να διατηρήσει την ακεραιότητά της δικής του σκέψης. 
• Δεν προτείνει μόνο μία διαφορετική επιστημονική θεωρία, αλλά έναν διαφορετικό τρόπο να ασκείται η επιστήμη. 


ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ