Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ-ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΡΚΟΥΙΖΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ-ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΡΚΟΥΙΖΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Η Άγνοια του Εαυτού και ο Φόβος - Ιωάννα Μαρκουίζου

«...‘Δε φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος’, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα, χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτο στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής μου. Να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να την προκαλώ ή να την φοβερίζω, μα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια, του ανθρώπου. Να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σα να ήμουν αθάνατος...» (1) 
Τι είναι τελικά ο φόβος; Πώς ορίζεται η έννοιά του; Σε τι οφείλεται η εμφάνισή του στον άνθρωπο, στην κοινωνία και στη ζωή του Κόσμου γενικότερα; Τι τον προκαλεί; Μήπως είναι ένα απλό συναίσθημα ή μήπως κάτι παραπάνω; Ή μήπως είναι, πιθανότατα, ένας μηχανισμός που εδρεύει στο μέρος εκείνο του νου, όπου δέχεται και «διαβάζει» τα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον και ο οποίος (μηχανισμός) μπαίνει σε λειτουργία με την αίσθηση της μη ασφάλειας, σαν ένα από τα πολλά ενστικτώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που διαθέτει για την προστασία της ακεραιότητας του σώματος ή της υπάρξεως; Αυτή είναι ίσως η πιο επιφανειακή του όψη, καθώς ο φόβος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν την εκδήλωση. Καλό είναι επίσης, αν επιθυμούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα, να μη συγχέουμε το ένστικτο με τον φόβο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα και γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν παρατηρήσουμε πως πρώτα λειτουργεί το ένστικτο2 και αμέσως μετά εμφανίζεται ο φόβος3. Έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια να εξετάζουμε το φόβο, είτε αναλύοντάς τον στις διάφορες μορφές του είτε μελετώντας τον μονομερώς σε μια συγκεκριμένη εκδήλωσή του. Θεωρώντας την ύπαρξή του δεδομένη, απλά επικεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα που φέρει στην ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την απώτερη αιτία της γέννησής του ή της δημιουργίας του. Ποια είναι, όμως, η πρωταρχική αιτία της ύπαρξης του φόβου στον άνθρωπο; Τι είναι αυτό που πυροδοτεί την γέννησή του; 
Όταν ο άνθρωπος λάβει την εντύπωση πως είναι ένα ξεχωριστό ον και πως πρέπει να «παλέψει» για την απόδειξη της ύπαρξής του και για την επιβίωσή του, όταν αρχίζει, δηλαδή, να σκέφτεται «Εγώ Είμαι», τότε ο νους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, κατακλύζεται από μια σωρεία αμέτρητων ερωτημάτων: Ποιος είμαι; Ποιο σκοπό εξυπηρετεί η ύπαρξή μου; Έως που φτάνουν οι δυνάμεις μου, είτε σωματικές είτε πνευματικές; Θα εξακολουθώ να υπάρχω και μετά το θάνατο του σώματός μου; Υπάρχει κάποιο μέρος στον εαυτό μου απρόσβλητο στη φθορά και το θάνατο; Είναι τότε που γεννιούνται οι διάφορες μορφές φόβου από τον νου. Δεν είναι κάτι έξω από εμάς, αλλά κάτι μέσα σε εμάς. Είτε τον μελετήσουμε σαν μια ενότητα είτε ξεχωριστά στην κάθε του εκδήλωση, καταλήγουμε πάντοτε στον ίδιο παρονομαστή. Στην ανασφάλεια που προκαλεί η άγνοια σε ότι έχει σχέση με τον εαυτό μας. Η οποία άγνοια φέρει σε γέννηση, την αλόγιστη αυτή ενέργεια τον φόβο. Μια ανεξέλεγκτη δύναμη, που μπορεί τυχαία να αποβεί σωτήρια, μα εάν δεν καταφέρεις να την δαμάσεις, με μαθηματική ακρίβεια το αποτέλεσμα θα είναι μοιραίο και καταστροφικό. 
Ο καθένας μας εκκολάπτει και γεννά το δικό του φόβο. Εμείς οι ίδιοι, λοιπόν, τον φέρνουμε σε ύπαρξη, ίσως μιμούμενοι τον πρώτο που το έπραξε. Στην πορεία της ζωής μας, συνεχίζουμε να τρέφουμε αυτήν την σκεπτομορφή (4), δίνοντάς της όλο και περισσότερο χώρο ύπαρξης ανάμεσά μας, ακόμη εμπλουτίζοντάς την με επιπλέον γνωρίσματα, ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Όμοια όπως αναπτύσσεται μια ανθρώπινη προσωπικότητα. Για αυτό και οι τόσες πολλές, διαφορετικές όψεις του. 
Αν δεν στραφούμε μέσα μας, για να πάρουμε την αναγνώριση, τότε ζητάμε την αναγνώριση του εαυτού μας έξω από εμάς. Στο οικογενειακό περιβάλλον, στο κοινωνικό, στο θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό κ.ο.κ., αναζητώντας με αυτόν τον τρόπο να καθησυχάσουμε κάθε είδους υπαρξιακής ανασφάλειας. Είναι σαφές, όμως, ότι δεν μπορούμε έξω από εμάς να βρούμε τη γνώση της ταυτότητάς μας και αν λαμβάνουμε μία εικόνα, τότε αυτή είναι παραποιημένη και ψευδής, όχι αληθινή. Καθώς η αληθινή, ουσιαστική γνώση του εαυτού μας βρίσκεται εντός μας, καθετί που αντλούμε έξω από εμάς είναι μη οικείο και θέλοντας να εξομοιωθούμε με αυτό, ακολουθώντας τους καθορισμένους κανόνες του, δημιουργούμε έναν χαρακτήρα, έναν ρόλο περιορίζοντας κάθε δράση μας σύμφωνα με αυτόν. Προσθέτοντας, στον ήδη υπάρχων φόβο μας, άλλη μια όψη, τον φόβο να μην ξεφύγουμε πέρα από αυτά τα πλαίσια. Η όψη αυτή του φόβου, με τη σειρά της φέρει δύο ακόμη ισχυρότερα δεσμά (προϊόντα του φόβου), την προκατάληψη και την δεισιδαιμονία, που τυφλώνουν εντελώς την ανθρώπινη διάνοια. Γιατί σε αυτές εκπίπτουμε αναζητώντας τη γνώση πέρα από εμάς, απομακρυνόμενοι από την εσωτερική γνώση και υιοθετώντας παθητικά ως αληθινό και χωρίς καμία διάκριση, καθετί που μας έρχεται σαν ερέθισμα από έξω. Μοιάζει σαν να παραδίδουμε τον εαυτό μας έτσι απλά, χωρίς καμιά αντίσταση, στο υπόγειο, σκοτεινό, σκιώδες δεσμωτήριο που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του5, αποδεχόμενοι τις σκιές ως τη μοναδική μας πραγματικότητα. 
Έτσι, εμείς οι άνθρωποι που περισσότερο από καθετί άλλο απεχθανόμαστε να ζούμε στο ψέμα και που περισσότερο από όλα τα άλλα, αγαπούμε την πολυμάθεια και αρεσκόμαστε στο να συγκεντρώνουμε γνώσεις, διανοητικής φύσεως, γύρω από τα πάντα, υποταγμένοι τελικά στο φόβο μας, έχοντας θολωμένο νου, περνάμε τη ζωή μας βυθισμένοι, φυλακισμένοι σε έναν ψεύτικο κόσμο, σε μια πλάνη, σε μια ψευδαίσθηση. 
Όπως η ζωή της πλειοψηφίας των ανθρώπων κτίζεται επάνω στο φόβο, κατ’ επέκταση και η κάθε κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στο φόβο, από την αρχαιότητα έως σήμερα. 
Αν κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία όλων των πολιτευμάτων, σε κείνα που υπήρξαν αλλά και σε όσα υπάρχουν, μπορούμε να διαπιστώσουμε αυτό το γεγονός. Αν επεκταθούμε ακόμη περισσότερο, θα δούμε πως ολόκληρη η ανθρωπότητα μαστίζεται από τον φόβο. 
Βέβαια, είναι ευκόλως εννοούμενο, πως εκείνοι που κρατούν «τα ηνία» σε μια τέτοιου είδους κοινωνία, είναι άνθρωποι με θολωμένη διάνοια. Υποκινούμενοι σαν μαριονέτες από τους φόβους τους, επιδιδόμενοι έτσι όλο και περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο είδος βίας, που σήμερα ορίζεται με τη λέξη τρομοκρατία. Άνθρωποι, που αντί να αφιερωθούν στο να αναγνωρίσουν και να καθυποτάξουν τους δικούς τους, καταπιάνονται ασχολούμενοι με τους φόβους των άλλων, με σκοπό να τους χειριστούν κατευθύνοντάς τους βάση των φόβων και των αδυναμιών τους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν και κάνουν ισχυρά αισθητή την παρουσία τους στον «κόσμο», γεμάτοι αλαζονεία και ιδιοτέλεια. Απολαμβάνουν την εφήμερη ηδονή που τους προσφέρεται, έως ότου ο καταστροφέας χρόνος να παρασύρει στο πέρασμά του εκείνο το είδωλο, την εφήμερη, ψεύτικη εικόνα ύπαρξης, που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσαν να κρατήσουν αλώβητη από πλαστούς-ανύπαρκτους κινδύνους, πέφτοντας ολοένα και βαθύτερα στην απύθμενη άβυσσο της πλάνης. 
«Ή μήπως δεν έχεις κατανοήσει ότι η ψυχή των ανθρώπων που λέμε ότι είναι φαύλοι αλλά πανέξυπνοι …με πόση οξυδέρκεια διακρίνει αυτά στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους, ότι δε βλέπει άσχημα η ψυχή τους, αλλ’ είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, ώστε, με όσο μεγαλύτερη οξύτητα βλέπει, τόσο περισσότερα κακά κάνει; …Αυτή όμως, η τέτοια φυσική κατασκευή, αν αμέσως από την παιδική ηλικία κοβόταν ολόγυρα στα μέρη που συγγενεύουν με τα μέρη του «γίγνεσθαι» και που με την πολυφαγία, τις τέτοιες ηδονές και τη λαγνεία κολλούν πάνω της και σαν κομμάτια μολύβι γυρίζουν την όψη της προς τα κάτω – αν από αυτά ξεφορτωνόταν και στρεφόταν γύρω από τα αληθινά όντα, τότε η ίδια δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε τα αληθινά πολύ ξεκάθαρα, όσο κι αυτά στα οποία είναι στραμμένη.»(6) 
Ειδικότερα τη σημερινή εποχή, ζούμε μέσα σε μια κοινωνία δομημένη με ψεύτικα ιδανικά και ανύπαρκτες αξίες, που μας σπρώχνει, περισσότερο παρά καμία άλλη στο παρελθόν, να είμαστε αλαζόνες και να τρέφουμε κάθε είδους εγωισμό. Για να επιβιώσουμε μας διδάσκει πως πρέπει να «υπερέχουμε» σε όλα, ότι μόνο όποιος καταφέρει να γίνει κυρίαρχος με κάθε τρόπο έναντι των συνανθρώπων του, αυτός είναι ο ευνοούμενος και ότι κάθε αποτυχία είναι ασυγχώρητη και φέρει κατάληξη μοιραία. Μια κοινωνία που μας εξωθεί να ωραιοποιούμε τον φόβο μας και να ζούμε σύμφωνα με αυτόν, για αυτόν, χωρίς περιθώριο επιλογής. Η ευγενική άμυλα έχει εκλείψει και η καταστροφική έριδα έχει ρίξει τα πέπλα της, απ’ άκρη σ’ άκρη για να καλύψει την ανθρωπότητα, αφού η ζωή επί της γης έχει μετατραπεί σε μια εικονική, αιματηρή διαμάχη, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε εξωτερικό. Σαν ένας νέος μεσαιωνικός σκοταδισμός, σαν μια καθολική επιδημία τυφλότητας. Καθώς ο ανθρώπινος νους βάλλεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να υιοθετεί σκέψεις που ποτέ ο ίδιος δεν θα δημιουργούσε. Σκέψεις που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη ακατάπαυστα, αποτελώντας ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Κάνοντας τον άνθρωπο ανίκανο να αντικρίσει την Απλότητα και την Αλήθεια του. 
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δημιουργείται μια «Φοβοκρατούμενη» κοινωνία, που όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά, έστω κι αν δεν το παραδεχόμαστε, συμβάλλουμε στο να υπάρχει. Όλοι μας εκπέφτουμε, λίγο ή πολύ, άθελά μας ή όχι, στην διάπραξη αυτού του είδους βίας, προσπαθώντας να ισχυροποιηθούμε ή να επιβληθούμε έναντι των άλλων, τονώνοντας το πλασματικό εγώ μας. Ας μην πάμε μακριά για να δούμε αυτό το γεγονός. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή μας επαφή, το πράττουμε αδιάκοπα στα οικεία μας πρόσωπα, στη μητέρα, στον πατέρα, στον σύντροφο, στο παιδί μας. Φτιάχνοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο, σπέρνοντας νέες φοβίες, διαιωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πρόβλημα που ήδη υπάρχει, εμποδίζοντας τη λύση του και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη μάστιγά του.
«Γιατί δεν αντιλαμβάνονται το αίτιο (της δικής τους αδυναμίας), δηλαδή την δυσαρμονία και την ταραχή που υπάρχει μέσα στους ίδιους.».(7) 
Η απεγκλώβιση του ανθρώπου από έναν τέτοιο κυκεώνα, μοιάζει σαν μια αναπαράσταση του άθλου που επιχείρησε ο Θησέας στην Κνωσό. Ένας λαβύρινθος (πλανεμένος νους), αποτελούμενος από περίπλοκους σκοτεινούς διαδρόμους, όπου στο κέντρο του βασιλεύει ένα παραφύση πλάσμα, ένα δύσμορφο, πανίσχυρο τέρας που διψά για ανθρώπινο αίμα, ο Μινώταυρος (ο χειρότερος ανθρώπινος φόβος). Όποιος εισχωρεί στον λαβύρινθο, είναι καταδικασμένος να γίνει βορά του, καθώς κάνοντας κύκλους στις σκοτεινές στοές χάνει το δρόμο για την έξοδο (την αλήθεια, την πολυπόθητη γνώση). Ο Θησέας (άνθρωπος που συνειδητοποιεί τον φόβο και το τι προκαλεί), αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν τη φρικαλεότητα, με απόλυτη εμπιστοσύνη στη βοήθεια της Αριάδνης (καθοδήγηση από τη φωνή της συνείδησής του), η οποία κρατά την άκρη του νήματος, ξετυλίγει το κουβάρι (επίγνωση, φρόνηση) και βαδίζει περνώντας μέσα από «Δαιδαλώδη» περάσματα, κρατώντας μια δάδα (διαυγής-καθαρός νους) για να φωτίζει (ορθή παρατήρηση και κρίση) το δρόμο του και έχοντας στη διάθεσή του ως μόνο σύμμαχο τη δύναμή του (ψυχικό σθένος). 
Ώσπου έρχεται αντιμέτωπος με τον Μινώταυρο (φόβο) και έπειτα από σκληρό αγώνα και μάχη, εντέλει τον θανατώνει, απελευθερώνοντας τον ίδιο και όσα θύματα βρισκόταν πλάι του. Έχοντας οδηγό του το νήμα (επίγνωση) τυλίγοντάς το και πάλι (ανασυγκρότηση του Εαυτού), βήμα το βήμα, αφήνει πίσω του τα σκοτάδια (την πλάνη) του λαβυρίνθου και βγαίνει στο φως της ημέρας (στο φως της Αλήθειας). 
Ποια είναι όμως η αιτία που μας κάνει τελικά να πέφτουμε σε μια τέτοια πλάνη; Ίσως η σύγχυση που μαίνεται μέσα μας, η εναντίωση στην ίδια μας την ύπαρξη, αφού παραδεχόμαστε μόνο τη μια της όψη ως αληθινή και παλεύουμε να καταπνίξουμε την άλλη. Ο άνθρωπος έχει την τάση να γνωρίσει την ουσία της ύπαρξής του, καθώς κι εκείνη του κόσμου που τον περιβάλλει, αλλά και τη σχέση του με τον κόσμο αυτόν. Επιζητώντας όμως αυτή τη γνώση έχοντας στραμμένη την προσοχή του, ολότελα προς το υλικό μέρος της υπόστασής του και σε όσα λαμβάνει μέσω αυτού, εκπίπτει σε σύγχυση και τότε ο φόβος γεννάται και γιγαντώνεται, παίρνοντας «τα ηνία». Ο άνθρωπος εβρισκόμενος σε μιαν αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγει από τη λαίλαπα του φόβου, ένα δημιούργημα δικό του κατ’ ουσία που το τρέφει συνεχώς, και έχοντας φέρει συσκότιση σε ψυχή και νου, αποδέχεται παθητικά κάθε πρόσκαιρη ανακούφιση που του προσφέρεται μέσω των υλικών απολαύσεων. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ρίχνεται στην παγίδα της ηθικής φθοράς και της πρόσκαιρης ευτυχίας, πιστεύοντας πως έτσι δίνει μια λύση στο πρόβλημά του, μα στην πραγματικότητα το μόνο που κατορθώνει είναι να αναβάλλει συνεχώς την αντιμετώπιση του φόβου που τον κατατρέχει. Όπως το ψάρι που πιάνεται στα δίχτυα. Όσο παλεύει σπασμωδικά, να τα
αποτινάξει από πάνω του, τόσο περισσότερο μπερδεύεται μέσα σ’ αυτά. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο φόβος ξεκινά και καταλήγει σε αυτήν την κατώτερη φύση μας, την υλική. Γιατί η ρίζα του φόβου είναι ο θάνατος, ο χαμός, η εκμηδένιση της ύπαρξης και αυτά είναι χαρακτηριστικά εξολοκλήρου της ύλης. 
«…Με έρωτες, επιθυμίες, φόβους, με κάθε είδους φαντασιοκόπημα και ανόητη φλυαρία μας πλημμυρίζει, ώστε πράγματι, και είναι απόλυτα αληθινό αυτό που λέγεται, εξαιτίας του δεν μας έρχεται η παραμικρή αληθινή σκέψη. Γιατί και τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις μάχες δεν τις δημιουργούν παρά μόνο το σώμα και οι επιθυμίες του. Για την απόκτηση αγαθών βέβαια γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα αγαθά εξαναγκαζόμαστε να τα αποκτήσουμε για χάρη του σώματος, υπόδουλοι σ’ αυτό και τη φροντίδα του…»(8) 
Σαν δισυπόστατο ον, ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις. Η μία φύση, καθώς είπαμε, είναι υλική και φθαρτή όπου συνεχώς μεταβάλλεται, αλλάζει από τη μια κατάσταση στην άλλη και υπόκειται σε συνεχείς θανάτους (πολλαπλότητα). Η άλλη φύση είναι αιώνια, άφθαρτη και υπάρχει χωρίς να χωρά σε αυτήν μεταβολή και μείξη (απλότητα, ένα-ενότητα). Κατανοούμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αρνούμενος τη μια
του φύση έναντι της άλλης, είναι αδύνατο, ενάντιο απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Θα αισθανθεί απόλυτα πλήρης και ολοκληρωμένος μόνο αν έχει την γνώση και την αποδοχή και των δύο φύσεων που τον αποτελούν. Αυτό είναι κάτι που δεν πραγματοποιείται, με το να μετέχει πότε στη μία και πότε στην άλλη, αλλά και στις δύο ταυτόχρονα. Να φέρει δηλαδή και τα δύο στοιχεία μέσα του, σε ισορροπία. 
Αν ο άνθρωπος στρεφόμενος μέσα του, αρχίσει να αναγνωρίζει τη φύση του και τον εαυτό του, ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τον φόβο του, που πλέον δεν είναι γι’ αυτόν μια σανίδα σωτηρίας, ένα δεκανίκι που δικαιολογεί τη μη δράση του, αλλά ένα εμπόδιο, μια αλυσίδα που τον κρατά δέσμιο και δεν τον αφήνει ελεύθερο να πράξει κατά βούληση, ώστε να ανακαλύψει και να εκδηλώσει, σε όλη της την έκταση την οντότητά του. 
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος από τον φόβο και ως μας αποκαλύπτει η ιστορία της ανθρωπότητας, πρόκειται για ένα αρχέγονο φαινόμενο στον άνθρωπο. Ίσως πρέπει να δεχόμαστε το φόβο, ως μια αναγκαία εσωτερική δοκιμασία, που κάθε άνθρωπος πρέπει να υπερβεί, για να μπορέσει να αντικρίσει τον Εαυτό του έτσι όπως ακριβώς είναι και μαζί με αυτόν, σαν σε καθρέφτη να αντικρίσει τον αληθινό Κόσμο. Το να αντιμετωπίσουμε τον φόβο μας με τα χιλιάδες του πρόσωπά και να τον καταστήσουμε ανίκανο να μας βλάψει, ίσως αποτελεί το πρώτο βήμα μας προς την κατάκτηση της αλήθειας, το πιο δύσκολο και το πιο επίπονο από όλα τα άλλα. 

ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ