Πριν λίγα χρόνια ξέσπασε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαμάχη ανάμεσα
σε πολλούς φημισμένους επιστήμονες. Μερικοί διατύπωσαν την θεωρία ότι η
αυτόματη γένεση είναι γεγονός στην φύση, ενώ άλλοι αποδείκνυαν το
αντίθετο. Πάντως, σύμφωνα με τα πειράματα που έγιναν, αποδείχτηκε
βιογένεση ή δημιουργία ζωής από προϋπάρχουσα ζωή, αλλά ποτέ δεν
αποδείχτηκε παραγωγή κάποιας μορφής ζωής από μη ζώσα ύλη.
Κατ’ αρχήν υιοθετήθηκε μια λανθασμένη υπόθεση, ότι, δηλαδή, θερμότητα ίση με την θερμοκρασία του σημείου βρασμού του νερού καταστρέφει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Λαμβάνοντας, όμως, ερμητικά σφραγισμένα δοχεία που περιείχαν εκχυλίσματα και υποβάλλοντάς τα στην ίδια ή και σε υψηλότερη θερμοκρασία, αποδείχτηκε ότι, παρά τις υψηλές θερμοκρασίες, εμφανίστηκαν ζώντες οργανισμοί. Πιο προσεκτικά πειράματα έφεραν στο φως το εξής γεγονός: οι σπόροι (ενδοσπόρια) βακτηρίων και άλλοι μικροοργανισμοί, που συνήθως μεταφέρονται στον αέρα, μπορούν, σε κατάσταση ξηρότητας, να αντέξουν υψηλότερες θερμοκρασίες και, επίσης, πως, όταν γίνονται τα πειράματα σε εμφανώς καθαρό αέρα, δεν εμφανίζεται καθόλου ζωή και τα εκχυλίσματα ποτέ δεν αποσυντίθενται.
Παράλληλα με την αποδεδειγμένη βιογένεση, όμως, πρέπει να σημειώσουμε την επιφύλαξη του κ. Χάξλεϋ που λέει ότι «στην οργανική χημεία, στη μοριακή φυσική και στην φυσιολογία η οποία, αν και ακόμα σε νηπιακό στάδιο, κάνει κάθε μέρα θεαματικά άλματα, θα ήταν το άκρον άωτο της αλαζονείας να πει κανείς ότι δεν μπορεί να δημιουργηθούν στο μέλλον με τεχνητό τρόπο οι συνθήκες υπό τις οποίες η ύλη μπορεί να προσλάβει ζωτικές ιδιότητες, όπως λέγονται» και, στη συνέχεια, «ότι σαν ζήτημα, όχι απόδειξης αλλά πιθανότητας, αν είχα τη δυνατότητα να κοιτάξω πέρα από την άβυσσο του γεωλογικά καταγεγραμμένου χρόνου, στην ακόμα πιο μακρινή περίοδο, τότε που η γη υπέστη χημικές και φυσικές διεργασίες που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ, θα περίμενα να δω να αναπτύσσονται ζωντανά πρωτοπλάσματα από μη-ζώσα ύλη.»
Ακολουθώντας τα ίχνη της ανόργανης ύλης στη μετάβασή της προς την ανώτερη μορφή που πλησιάζει τους ζωντανούς οργανισμούς, φτάνουμε σε εκείνες τις πολύπλοκες ουσίες που λέγονται «κολλοειδή» που είναι κάτι σαν το ασπράδι του αυγού και αποτελούν το τελευταίο στάδιο της ανοδικής διαδοχής από την ανόργανη ύλη στην οργανική ζωή.
Παρακολουθώντας την ζωή καθοδικά, καταλήγουμε στο «πρωτόπλασμα» που ο Χάξλεϋ το ονομάζει «την φυσική βάση της ζωής», μια άχρωμη, ζελατώδη ουσία, με απόλυτα ομογενή και ενιαία σύσταση. Το πρωτόπλασμα είναι προφανώς η πλησιέστερη προσέγγιση της ζωής προς την ύλη. Κι αν η ζωή προήλθε ποτέ από συνδυασμό ατόμου-μορίου, τότε θα ήταν σε αυτή την μορφή.
Το πρωτόπλασμα στην ουσία του είναι μια αζωτούχα ένωση άνθρακα που διαφέρει από άλλες παρόμοιες ενώσεις της λευκοματώδους (albuminous) οικογένειας των κολλοειδών μόνο ως προς την εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση των ατόμων της. Οι ιδιόμορφες ιδιότητές της, συμπεριλαμβανομένης της ζωής, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου νέου και ιδιάζοντος ατόμου, που προστέθηκε στις γνωστές χημικές ενώσεις της ίδιας οικογένειας, αλλά είναι αποτέλεσμα του τρόπου ομαδοποίησης και κινήσεων αυτών των στοιχείων. [1]. Η ζωή ουσιαστικά εκδηλώνεται με τις λειτουργίες της διατροφής, της αίσθησης, της κίνησης και της αναπαραγωγής και κάθε κόκκος πρωτοπλάσματος αναπτύσσει οργανισμούς που τις διαθέτουν. Το ερώτημα που έχει τεθεί είναι αν αυτός ο πρωτόγονος κόκκος πρωτοπλάσματος μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά με χημικές διεργασίες. Η επιστήμη απαντά αρνητικά, καθώς, μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζει κάποια διαδικασία συνδυασμού ανόργανης ύλης, με την οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ζωή.
Τώρα πια έχει αποδειχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ότι ο νόμος της εξέλιξης διέπει το σύνολο του Σύμπαντος αλλά λείπουν αρκετοί συνδετικοί κρίκοι και, αναμφισβήτητα, οι ανακαλύψεις της σύγχρονης Επιστήμης θα φέρουν με τον χρόνο πολλά νέα στοιχεία που θα φωτίσουν αυτά τα σκοτεινά σημεία που προς το παρόν δυσχεραίνουν την έρευνα. Πολύ πιο σημαντικό από το ζήτημα καταγωγής των ειδών είναι το μεγάλο πρόβλημα της εξέλιξης της ζωής από το θεωρούμενο άψυχο ορυκτό βασίλειο.
Κάθε επιστημονική ανακάλυψη, όσο περιορισμένη κι αν είναι, δίνει τροφή για σκέψη, και μας κάνει να καταλαβαίνουμε την αξία που πρέπει να αποδίδουμε στην παρατήρηση και στα πειράματα και στις θεωρίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η επιστήμη δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει την «αυτόματη γένεση» μέσω πειραμάτων, αλλά οι κορυφαίοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι ασφαλές να πιστεύουν πως πρέπει κάποτε να υπήρξε «αυτόματη γένεση» [2]. Μέχρις εδώ, η επιστημονική σκέψη συμφωνεί με την εσωτερική διδασκαλία.
Η απόκρυφη φιλοσοφία θεωρεί ότι η κίνηση, η κοσμική ύλη, η διάρκεια, ο κενός χώρος είναι παντού. Η κίνηση είναι η άφθαρτη ζωή , συνειδητή ή όχι, κατά περίπτωση. Υπάρχει τόσο κατά την ενεργό περίοδο του Σύμπαντος όσο και κατά την Πραλάγια ή διάλυση, τότε που η μη συνειδητή ζωή εξακολουθεί να διατηρεί την ύλη [3] που την ζωντανεύει με άγρυπνη και αέναη κίνηση.
Η ζωή είναι πάντα παρούσα στο άτομο ή στην ύλη, οργανική ή ανόργανη – μια διαφορά που οι αποκρυφιστές δεν αποδέχονται. Όταν η ζωική ενέργεια δρα στο άτομο, αυτό το άτομο είναι οργανικό. Όταν ληθαργεί ή είναι σε λανθάνουσα κατάσταση, το άτομο είναι ανόργανο. Η Τζίβα ή ζωική αρχή, που δίνει ζωή στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, ακόμα και σε ορυκτά, είναι μια μορφή άφθαρτης δύναμης γιατί αυτή η δύναμη είναι η μία ζωή ή ζωώδης ψυχή (animal mundi), η παγκόσμια ζώσα ψυχή και γιατί οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μας εμφανίζονται αντικειμενικά πράγματα στην φύση στα ατομικά τους σύνολα, όπως π.χ. ορυκτά, φυτά, ζώα κλπ είναι οι διαφορετικές μορφές ή καταστάσεις με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η δύναμη. Εάν επρόκειτο για μία μόνο στιγμή να γίνει ανενεργή, ας πούμε στην περίπτωση μιας πέτρας, τα σωματίδιά της θα έχαναν αμέσως την συνεκτική ιδιότητά τους και θα διαλύονταν το ίδιο ξαφνικά, παρόλο που η δύναμη θα εξακολουθούσε να υπάρχει σε κάθε ένα από τα σωματίδιά της, αλλά σε λανθάνουσα κατάσταση. [4]. Όταν η ζωική δύναμη αποσυνδέεται από ένα σύνολο ατόμων, αμέσως έλκεται από άλλα. Τότε, όμως, δεν εγκαταλείπει τελείως το πρώτο σύνολο, απλώς μεταφέρει την δύναμη ζωής της ( vis viva) – την ενέργεια της κίνησης – σε ένα άλλο σύνολο. Αλλά επειδή εκδηλώνεται στο επόμενο σύνολο ως Κινητική ενέργεια, όπως λέγεται, δεν σημαίνει ότι το πρώτο σύνολο την χάνει τελείως. Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει στο πρώτο σαν δυνητική ενέργεια ή λανθάνουσα ζωή.
Περισσότερο από κάθε άλλη, η ζωική αρχή του ανθρώπου είναι μια αρχή με την οποία είμαστε πολύ εξοικειωμένοι, αν και έχουμε τεράστια άγνοια ως προς την φύση της. Η ύλη και η δύναμη συνυπάρχουν πάντα σαν σύμμαχοι. Η ύλη χωρίς την δύναμη αλλά και η δύναμη χωρίς την ύλη είναι πράγματα αδιανόητα. Στο ορυκτό βασίλειο η συμπαντική ζωική ενέργεια είναι μία και δεν ατομικοποιείται. Αρχίζει να διαφοροποιείται αμυδρά στο φυτικό βασίλειο και από τα κατώτερα ζώα προς τα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο, ενώ η διαφοροποίηση αυξάνεται βήμα-βήμα με σύνθετη προοδευτική εξέλιξη.
Άραγε, μόλις η ζωική αρχή αρχίσει να διαφοροποιείται και όταν εξατομικευτεί αρκετά, παραμένει σε ομοειδείς οργανισμούς ή μήπως μετά τον θάνατο ενός οργανισμού ζωοποιεί τον οργανισμό κάποιου άλλου είδους; Για παράδειγμα, μήπως μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου, η Κινητική ενέργεια που τον κρατούσε ζωντανό για κάποιο χρονικό διάστημα φεύγει και προσκολλάται σε ένα πρωτοπλασμικό κόκκο του ανθρώπινου είδους ή ζωοποιεί κάποιο ζώο ή σπόρο φυτού; [5].
Μετά τον θάνατο του ανθρώπου, η κινητική ενέργεια που είχε δώσει ζωή στον σκελετό του θεωρείται ότι μένει εν μέρει στα σωματίδια του νεκρού σώματος σε μια λανθάνουσα κατάσταση, ενώ η κύρια ενέργεια ενώνεται με κάποιο άλλο σύνολο ατόμων. Εδώ γίνεται διάκριση μεταξύ της ληθαργούσας ζωής των σωματιδίων του νεκρού σώματος και της εναπομένουσας Κινητικής ενέργειας που περνά σε κάποιο άλλο σύνολο ατόμων για να του δώσει ζωή. Δεν είναι, άραγε, η ενέργεια που ληθαργεί [6] στα σωματίδια του νεκρού σώματος μια κατώτερη μορφή ενέργειας σε σύγκριση με την Κινητική ενέργεια που μεταφέρεται αλλού; Και μολονότι στην διάρκεια ζωής του ανθρώπου φαίνονται αναμεμειγμένες οι δυο μαζί, δεν είναι δύο διακριτές μορφές ενέργειας που ενώνονται μόνο προσωρινά;
Ένας μελετητής του αποκρυφισμού γράφει:
« Η Τζίβα (Jiva) ή ζωική αρχή είναι λεπτοφυής, υπεραισθητή ύλη που διαπερνά όλη την φυσική δομή του έμβιου όντος και όταν διαχωρίζεται από αυτήν, τότε θεωρείται ότι η ζωή παύει να υφίσταται. Ένα συγκεκριμένο σύνολο συνθηκών είναι απαραίτητο προκειμένου να συνδεθεί με την δομή ενός οργανισμού και όταν οι συνθήκες αυτές διαταράσσονται έλκεται από άλλα σώματα που προσφέρουν τις κατάλληλες συνθήκες.»[7].
Κάθε άτομο εμπεριέχει τη δική του ζωή ή δύναμη και τα διάφορα άτομα που αποτελούν το φυσικό του πλαίσιο πάντα μεταφέρουν τη δική τους ζωή όπου και αν βρεθούν. Η ζωική αρχή του ανθρώπου ή του ζώου, όμως, που ζωοδοτεί το έμβιο ον συνολικά, φαίνεται να είναι μια προοδευτική, διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη ενέργεια της κίνησης, που μοιάζει να ταξιδεύει από οργανισμό σε οργανισμό με κάθε διαδοχικό θάνατο. Είναι, άραγε, πράγματι, όπως αναφέρθηκε πριν, «μια λεπτοφυής υπεραισθητή ύλη», κάτι ξεχωριστό από τα άτομα που αποτελούν το φυσικό σώμα; {1}
Εάν ναι, γίνεται ένα είδος μονάδας και θα ήταν κάτι συγγενές προς την ανώτερη ψυχή του ανθρώπου που μεταβαίνει από σώμα σε σώμα.
Ένα άλλο και πιο σημαντικό ερώτημα είναι το εξής:
Είναι, άραγε, η ζωική αρχή ή Τζίβα κάτι διαφορετικό από την ανώτερη ή πνευματική ψυχή; Μερικοί Ινδοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι αυτές οι δύο αρχές δεν είναι ξεχωριστές μεταξύ τους, αντιθέτως θεωρούν ότι είναι ένα και το αυτό. {2}
Ας θέσουμε το ερώτημα πιο απλά: μπορούμε να εξετάσουμε αν ο αποκρυφισμός γνωρίζει περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν τελείως χωριστά από την πνευματική τους ψυχή; {3}
Σωστή κατανόηση της φύσης, των ιδιοτήτων και του τρόπου δράσης της αρχής που λέγεται «Τζίβα» είναι βασική για την απόλυτη κατανόηση των πρώτων αρχών της Εσωτερικής Επιστήμης. Και σκοπός αυτής της ταπεινής απόπειρας, που θέτει ερωτήματα που μπερδεύουν σχεδόν κάθε σπουδαστή της Θεοσοφίας, είναι να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες από όσους προσφέρθηκαν ευγενικά να βοηθήσουν τους Συντάκτες του “Lucifer” σε βαθειά επιστημονικά ζητήματα.
N.D.K.
Ahmedabad.
Κατ’ αρχήν υιοθετήθηκε μια λανθασμένη υπόθεση, ότι, δηλαδή, θερμότητα ίση με την θερμοκρασία του σημείου βρασμού του νερού καταστρέφει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Λαμβάνοντας, όμως, ερμητικά σφραγισμένα δοχεία που περιείχαν εκχυλίσματα και υποβάλλοντάς τα στην ίδια ή και σε υψηλότερη θερμοκρασία, αποδείχτηκε ότι, παρά τις υψηλές θερμοκρασίες, εμφανίστηκαν ζώντες οργανισμοί. Πιο προσεκτικά πειράματα έφεραν στο φως το εξής γεγονός: οι σπόροι (ενδοσπόρια) βακτηρίων και άλλοι μικροοργανισμοί, που συνήθως μεταφέρονται στον αέρα, μπορούν, σε κατάσταση ξηρότητας, να αντέξουν υψηλότερες θερμοκρασίες και, επίσης, πως, όταν γίνονται τα πειράματα σε εμφανώς καθαρό αέρα, δεν εμφανίζεται καθόλου ζωή και τα εκχυλίσματα ποτέ δεν αποσυντίθενται.
Παράλληλα με την αποδεδειγμένη βιογένεση, όμως, πρέπει να σημειώσουμε την επιφύλαξη του κ. Χάξλεϋ που λέει ότι «στην οργανική χημεία, στη μοριακή φυσική και στην φυσιολογία η οποία, αν και ακόμα σε νηπιακό στάδιο, κάνει κάθε μέρα θεαματικά άλματα, θα ήταν το άκρον άωτο της αλαζονείας να πει κανείς ότι δεν μπορεί να δημιουργηθούν στο μέλλον με τεχνητό τρόπο οι συνθήκες υπό τις οποίες η ύλη μπορεί να προσλάβει ζωτικές ιδιότητες, όπως λέγονται» και, στη συνέχεια, «ότι σαν ζήτημα, όχι απόδειξης αλλά πιθανότητας, αν είχα τη δυνατότητα να κοιτάξω πέρα από την άβυσσο του γεωλογικά καταγεγραμμένου χρόνου, στην ακόμα πιο μακρινή περίοδο, τότε που η γη υπέστη χημικές και φυσικές διεργασίες που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ, θα περίμενα να δω να αναπτύσσονται ζωντανά πρωτοπλάσματα από μη-ζώσα ύλη.»
Ακολουθώντας τα ίχνη της ανόργανης ύλης στη μετάβασή της προς την ανώτερη μορφή που πλησιάζει τους ζωντανούς οργανισμούς, φτάνουμε σε εκείνες τις πολύπλοκες ουσίες που λέγονται «κολλοειδή» που είναι κάτι σαν το ασπράδι του αυγού και αποτελούν το τελευταίο στάδιο της ανοδικής διαδοχής από την ανόργανη ύλη στην οργανική ζωή.
Παρακολουθώντας την ζωή καθοδικά, καταλήγουμε στο «πρωτόπλασμα» που ο Χάξλεϋ το ονομάζει «την φυσική βάση της ζωής», μια άχρωμη, ζελατώδη ουσία, με απόλυτα ομογενή και ενιαία σύσταση. Το πρωτόπλασμα είναι προφανώς η πλησιέστερη προσέγγιση της ζωής προς την ύλη. Κι αν η ζωή προήλθε ποτέ από συνδυασμό ατόμου-μορίου, τότε θα ήταν σε αυτή την μορφή.
Το πρωτόπλασμα στην ουσία του είναι μια αζωτούχα ένωση άνθρακα που διαφέρει από άλλες παρόμοιες ενώσεις της λευκοματώδους (albuminous) οικογένειας των κολλοειδών μόνο ως προς την εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση των ατόμων της. Οι ιδιόμορφες ιδιότητές της, συμπεριλαμβανομένης της ζωής, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου νέου και ιδιάζοντος ατόμου, που προστέθηκε στις γνωστές χημικές ενώσεις της ίδιας οικογένειας, αλλά είναι αποτέλεσμα του τρόπου ομαδοποίησης και κινήσεων αυτών των στοιχείων. [1]. Η ζωή ουσιαστικά εκδηλώνεται με τις λειτουργίες της διατροφής, της αίσθησης, της κίνησης και της αναπαραγωγής και κάθε κόκκος πρωτοπλάσματος αναπτύσσει οργανισμούς που τις διαθέτουν. Το ερώτημα που έχει τεθεί είναι αν αυτός ο πρωτόγονος κόκκος πρωτοπλάσματος μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά με χημικές διεργασίες. Η επιστήμη απαντά αρνητικά, καθώς, μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζει κάποια διαδικασία συνδυασμού ανόργανης ύλης, με την οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ζωή.
Τώρα πια έχει αποδειχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ότι ο νόμος της εξέλιξης διέπει το σύνολο του Σύμπαντος αλλά λείπουν αρκετοί συνδετικοί κρίκοι και, αναμφισβήτητα, οι ανακαλύψεις της σύγχρονης Επιστήμης θα φέρουν με τον χρόνο πολλά νέα στοιχεία που θα φωτίσουν αυτά τα σκοτεινά σημεία που προς το παρόν δυσχεραίνουν την έρευνα. Πολύ πιο σημαντικό από το ζήτημα καταγωγής των ειδών είναι το μεγάλο πρόβλημα της εξέλιξης της ζωής από το θεωρούμενο άψυχο ορυκτό βασίλειο.
Κάθε επιστημονική ανακάλυψη, όσο περιορισμένη κι αν είναι, δίνει τροφή για σκέψη, και μας κάνει να καταλαβαίνουμε την αξία που πρέπει να αποδίδουμε στην παρατήρηση και στα πειράματα και στις θεωρίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η επιστήμη δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει την «αυτόματη γένεση» μέσω πειραμάτων, αλλά οι κορυφαίοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι ασφαλές να πιστεύουν πως πρέπει κάποτε να υπήρξε «αυτόματη γένεση» [2]. Μέχρις εδώ, η επιστημονική σκέψη συμφωνεί με την εσωτερική διδασκαλία.
Η απόκρυφη φιλοσοφία θεωρεί ότι η κίνηση, η κοσμική ύλη, η διάρκεια, ο κενός χώρος είναι παντού. Η κίνηση είναι η άφθαρτη ζωή , συνειδητή ή όχι, κατά περίπτωση. Υπάρχει τόσο κατά την ενεργό περίοδο του Σύμπαντος όσο και κατά την Πραλάγια ή διάλυση, τότε που η μη συνειδητή ζωή εξακολουθεί να διατηρεί την ύλη [3] που την ζωντανεύει με άγρυπνη και αέναη κίνηση.
Η ζωή είναι πάντα παρούσα στο άτομο ή στην ύλη, οργανική ή ανόργανη – μια διαφορά που οι αποκρυφιστές δεν αποδέχονται. Όταν η ζωική ενέργεια δρα στο άτομο, αυτό το άτομο είναι οργανικό. Όταν ληθαργεί ή είναι σε λανθάνουσα κατάσταση, το άτομο είναι ανόργανο. Η Τζίβα ή ζωική αρχή, που δίνει ζωή στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, ακόμα και σε ορυκτά, είναι μια μορφή άφθαρτης δύναμης γιατί αυτή η δύναμη είναι η μία ζωή ή ζωώδης ψυχή (animal mundi), η παγκόσμια ζώσα ψυχή και γιατί οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μας εμφανίζονται αντικειμενικά πράγματα στην φύση στα ατομικά τους σύνολα, όπως π.χ. ορυκτά, φυτά, ζώα κλπ είναι οι διαφορετικές μορφές ή καταστάσεις με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η δύναμη. Εάν επρόκειτο για μία μόνο στιγμή να γίνει ανενεργή, ας πούμε στην περίπτωση μιας πέτρας, τα σωματίδιά της θα έχαναν αμέσως την συνεκτική ιδιότητά τους και θα διαλύονταν το ίδιο ξαφνικά, παρόλο που η δύναμη θα εξακολουθούσε να υπάρχει σε κάθε ένα από τα σωματίδιά της, αλλά σε λανθάνουσα κατάσταση. [4]. Όταν η ζωική δύναμη αποσυνδέεται από ένα σύνολο ατόμων, αμέσως έλκεται από άλλα. Τότε, όμως, δεν εγκαταλείπει τελείως το πρώτο σύνολο, απλώς μεταφέρει την δύναμη ζωής της ( vis viva) – την ενέργεια της κίνησης – σε ένα άλλο σύνολο. Αλλά επειδή εκδηλώνεται στο επόμενο σύνολο ως Κινητική ενέργεια, όπως λέγεται, δεν σημαίνει ότι το πρώτο σύνολο την χάνει τελείως. Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει στο πρώτο σαν δυνητική ενέργεια ή λανθάνουσα ζωή.
Περισσότερο από κάθε άλλη, η ζωική αρχή του ανθρώπου είναι μια αρχή με την οποία είμαστε πολύ εξοικειωμένοι, αν και έχουμε τεράστια άγνοια ως προς την φύση της. Η ύλη και η δύναμη συνυπάρχουν πάντα σαν σύμμαχοι. Η ύλη χωρίς την δύναμη αλλά και η δύναμη χωρίς την ύλη είναι πράγματα αδιανόητα. Στο ορυκτό βασίλειο η συμπαντική ζωική ενέργεια είναι μία και δεν ατομικοποιείται. Αρχίζει να διαφοροποιείται αμυδρά στο φυτικό βασίλειο και από τα κατώτερα ζώα προς τα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο, ενώ η διαφοροποίηση αυξάνεται βήμα-βήμα με σύνθετη προοδευτική εξέλιξη.
Άραγε, μόλις η ζωική αρχή αρχίσει να διαφοροποιείται και όταν εξατομικευτεί αρκετά, παραμένει σε ομοειδείς οργανισμούς ή μήπως μετά τον θάνατο ενός οργανισμού ζωοποιεί τον οργανισμό κάποιου άλλου είδους; Για παράδειγμα, μήπως μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου, η Κινητική ενέργεια που τον κρατούσε ζωντανό για κάποιο χρονικό διάστημα φεύγει και προσκολλάται σε ένα πρωτοπλασμικό κόκκο του ανθρώπινου είδους ή ζωοποιεί κάποιο ζώο ή σπόρο φυτού; [5].
Μετά τον θάνατο του ανθρώπου, η κινητική ενέργεια που είχε δώσει ζωή στον σκελετό του θεωρείται ότι μένει εν μέρει στα σωματίδια του νεκρού σώματος σε μια λανθάνουσα κατάσταση, ενώ η κύρια ενέργεια ενώνεται με κάποιο άλλο σύνολο ατόμων. Εδώ γίνεται διάκριση μεταξύ της ληθαργούσας ζωής των σωματιδίων του νεκρού σώματος και της εναπομένουσας Κινητικής ενέργειας που περνά σε κάποιο άλλο σύνολο ατόμων για να του δώσει ζωή. Δεν είναι, άραγε, η ενέργεια που ληθαργεί [6] στα σωματίδια του νεκρού σώματος μια κατώτερη μορφή ενέργειας σε σύγκριση με την Κινητική ενέργεια που μεταφέρεται αλλού; Και μολονότι στην διάρκεια ζωής του ανθρώπου φαίνονται αναμεμειγμένες οι δυο μαζί, δεν είναι δύο διακριτές μορφές ενέργειας που ενώνονται μόνο προσωρινά;
Ένας μελετητής του αποκρυφισμού γράφει:
« Η Τζίβα (Jiva) ή ζωική αρχή είναι λεπτοφυής, υπεραισθητή ύλη που διαπερνά όλη την φυσική δομή του έμβιου όντος και όταν διαχωρίζεται από αυτήν, τότε θεωρείται ότι η ζωή παύει να υφίσταται. Ένα συγκεκριμένο σύνολο συνθηκών είναι απαραίτητο προκειμένου να συνδεθεί με την δομή ενός οργανισμού και όταν οι συνθήκες αυτές διαταράσσονται έλκεται από άλλα σώματα που προσφέρουν τις κατάλληλες συνθήκες.»[7].
Κάθε άτομο εμπεριέχει τη δική του ζωή ή δύναμη και τα διάφορα άτομα που αποτελούν το φυσικό του πλαίσιο πάντα μεταφέρουν τη δική τους ζωή όπου και αν βρεθούν. Η ζωική αρχή του ανθρώπου ή του ζώου, όμως, που ζωοδοτεί το έμβιο ον συνολικά, φαίνεται να είναι μια προοδευτική, διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη ενέργεια της κίνησης, που μοιάζει να ταξιδεύει από οργανισμό σε οργανισμό με κάθε διαδοχικό θάνατο. Είναι, άραγε, πράγματι, όπως αναφέρθηκε πριν, «μια λεπτοφυής υπεραισθητή ύλη», κάτι ξεχωριστό από τα άτομα που αποτελούν το φυσικό σώμα; {1}
Εάν ναι, γίνεται ένα είδος μονάδας και θα ήταν κάτι συγγενές προς την ανώτερη ψυχή του ανθρώπου που μεταβαίνει από σώμα σε σώμα.
Ένα άλλο και πιο σημαντικό ερώτημα είναι το εξής:
Είναι, άραγε, η ζωική αρχή ή Τζίβα κάτι διαφορετικό από την ανώτερη ή πνευματική ψυχή; Μερικοί Ινδοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι αυτές οι δύο αρχές δεν είναι ξεχωριστές μεταξύ τους, αντιθέτως θεωρούν ότι είναι ένα και το αυτό. {2}
Ας θέσουμε το ερώτημα πιο απλά: μπορούμε να εξετάσουμε αν ο αποκρυφισμός γνωρίζει περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν τελείως χωριστά από την πνευματική τους ψυχή; {3}
Σωστή κατανόηση της φύσης, των ιδιοτήτων και του τρόπου δράσης της αρχής που λέγεται «Τζίβα» είναι βασική για την απόλυτη κατανόηση των πρώτων αρχών της Εσωτερικής Επιστήμης. Και σκοπός αυτής της ταπεινής απόπειρας, που θέτει ερωτήματα που μπερδεύουν σχεδόν κάθε σπουδαστή της Θεοσοφίας, είναι να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες από όσους προσφέρθηκαν ευγενικά να βοηθήσουν τους Συντάκτες του “Lucifer” σε βαθειά επιστημονικά ζητήματα.
N.D.K.
Ahmedabad.