Translate

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

H ομοιοπαθητική, από τις λέξεις όμοιον και πάθος, είναι μια μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής που επινοήθηκε το 1796 από τον Σάμουελ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann), με βάση το αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur), σύμφωνα με το οποίο η θεραπεία μιας ασθένειας μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό.Ο Χάνεμαν πίστευε πως η υποκείμενη αιτία των ασθενειών ήταν τα φαινόμενα που εκείνος αποκαλούσε «μιάσματα», τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με ομοιοπαθητικά φάρμακα. Για την παρασκευή των φαρμάκων αυτών γίνεται σταδιακή αραίωση μιας δραστικής ουσίας σε οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό, την οποία ακολουθεί βίαη κρούση πάνω σε ένα ελαστικό σώμα. Η αραίωση συνήθως συνεχίζεται ακόμα και όταν πλέον δεν απομένει ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας. Οι Ομοιοπαθητικοί επιλέγουν φάρμακα συμβουλευόμενοι καταλόγους, γνωστοί και ως «ευρετηριολόγια» (αγγλ. repertory), με βάση μια διάγνωση που λαμβάνει υπόψη τα συμπτώματα του ασθενούς, τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τη φυσική και ψυχολογική του κατάσταση, και την ιστορία της ζωής του. Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Χάνεμαν, αναφέρονται συχνά ως «Κλασική Ομοιοπαθητική», στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο, και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο «ομοιοπαθητική» συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α. Σήμερα η ομοιοπαθητική ως διακριτό σύστημα ιατρικής αναγνωρίζεται από τον νόμο στο Βέλγιο (1999), τη Βουλγαρία (2005), τη Γερμανία (1998), την Ουγγαρία (1997), τη Λιθουανία (1997), την Πορτογαλία (2003), τη Ρουμανία (1981), τη Σλοβενία (2007) και το Ηνωμένο Βασίλειο (1950), σε ό,τι αφορά στην Ε.Ε.