Αν και πολλά άρθρα έχουν παρουσιαστεί σε αυτό το περιοδικό σχετικά με
το ανωτέρω θέμα, φαίνεται ότι παρανόηση και πολλές λανθασμένες απόψεις
εξακολουθούν να επικρατούν περί αυτού. Τί είναι οι Μαθητές (Tσέλας) και
τί είναι οι δυνάμεις τους; Έχουν ελαττώματα, και σε τί διαφέρουν από τα
άλλα άτομα που δεν είναι Μαθητές; Κάθε λέξη που εκστομίζει ο Μαθητής θα
πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ευαγγέλιο;
Αυτές οι ερωτήσεις προκύπτουν επειδή πολλοί έχουν διαμορφώσει κατά καιρούς εξαιρετικά περίεργες απόψειςγια τους Μαθητές και όταν διαπιστώθηκεότι αυτές οι απόψεις θα έπρεπε να αλλάξουν, η αντίδραση σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε πολύ βίαιη.
Η λέξη «τσέλα» σημαίνει απλώς τον μαθητή. Αλλά στη φιλολογία της Θεοσοφίας, αυτός ο όρος έχει αποκρυσταλλωθεί και για κάποιους έχει αποκτήσει τόσες διαφορετικές ερμηνείες όσο και η λέξη «θεός». Κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να λένε ότι όταν ένας άνθρωπος είναι «μαθητής» τοποθετείταιαυτομάτως στο πεδίο όπου κάθε λέξη που μπορεί ατυχώς να εκστομίζει, να εκλαμβάνεται από «καθ’έδρας» και ότι δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει σαν απλός άνθρωπος. Αν βρεθεί ότι ο ίδιος ευθυνόταν για κάποια τέτοια διατύπωσητον κατηγορούν ότι παραπλάνησετους ακροατές του.
Λοιπόν,αυτή η λανθασμένη ιδέα πρέπει να διορθωθεί, μια και καλή. Υπάρχουν πολλοί «μαθητές» διαφορετικοί μεταξύ τους, το ίδιο όπως υπάρχουν επίσης Μαχάτμας διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχουν πράγματι Μαχάτμας που είναι και οι ίδιοιΜαθητές εκείνων που βρίσκονται πιο ψηλά στην ιεραρχική κλίμακα. Αλλά κανείς, ούτε για μια στιγμή, δεν θα εκλάμβανε έναν «μαθητή» που μόλις έχει αρχίσει το δύσκολο ταξίδι του, ως τον ανώτερο Μαθητή, ο οποίος είναι ήδη ένας Μαχάτμα.
Στην πραγματικότητα ο «μαθητής» είναι ένας άτυχος άνθρωπος που έχει εισέλθει σε «ένα κρυφό μονοπάτι» και ο Κρίσνα λέει ότι «αυτό είναι το πιο δύσκολο μονοπάτι».
Αντί να είναι το πιστό φερέφωνο του γκουρού του, βρίσκεται αφημένος μόνος τουστον κόσμο πιο μόνος από κάθε άλλον που δεν είναι «μαθητής» και ο δρόμος του περιβάλλεται από κινδύνους που θα τρόμαζαν πολλούς εμπνευσμένους, αν αυτοί οι κίνδυνοι απεικονίζονταν με φυσικά χρώματα. Έτσι αντίνα αποδέχεταιτον γκουρού του και να δίνει εξετάσεις με την προοπτική να κατακτήσει την τέχνη του Αποκρυφισμούυπό την σταθερή και φιλική συμβουλή του δασκάλου του, στην πραγματικότηταπαραβιάζει τη φυλαγμένη περίφραξη και από εκείνη την στιγμή έχει να παλέψει και να νικήσει– ή να πεθάνει. Αντί να δεχθεί, πρέπει να γίνει άξιος της αποδοχής. Αλλά δεν πρέπει ούτε να προσφέρει τον εαυτό του. Ένας από τους Μαχάτμα έχει γράψει“Μην μας πιέζεις να γίνεις Μαθητής. Περίμενε μέχρι να έρθει η ώρα σου”.
Και εφόσον κάποιος γίνει αποδεκτός ως «μαθητής», δεν είναιαλήθεια ότι είναι απλώς και μόνοτο εργαλείο του γκουρού του. Μιλάει σαν απλός άνθρωπος τότε όπως και πριν και μόνο όταν ο δάσκαλος στέλνει μέσω του μαγνητισμού του «μαθητή» του μια επιστολή, οι θεατές μπορούν να πουν ότι διαμέσου αυτού έγινε μια επικοινωνία.
Μπορεί να συμβεί, όπως και με κάθε συγγραφέα κατά περίπτωση, να αναπτύξει είτε αλήθειες είτε υπέροχες εκφράσεις, αλλά δεν θα πρέπει να νομίζουμε ότι είναι ο γκουρού που μιλάει διαμέσου του μαθητή. Μπορεί να υπήρξε το σπέρμα μιας καλής σκέψης στον νου, και τότε η επίδραση του γκουρού, όπως η μαλακιά βροχή πάνω στον σπόρο μπορεί να γίνει η αιτία ο σπόρος να ζωντανέψει και να ανθοφορήσει αφύσικα, αλλά αυτό δεν είναι η φωνή του δασκάλου. Στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις που οι Δάσκαλοι μιλούν διαμέσου ενός «μαθητή», είναι σπάνιες.
Οι δυνάμεις των μαθητών ποικίλουν ανάλογα με την πρόοδό τους. Και καθένας θα πρέπει να γνωρίζει ότι αν ένας «μαθητής» διαθέτει κάποιες «δυνάμεις», δεν του επιτρέπεται να τις χρησιμοποιεί – εκτός σπανίων καιεξαιρετικών περιπτώσεων, καιποτέ να μην καυχιέταιότι τις διαθέτει. Συνεπώς εκείνοι που είναι μόνον αρχάριοι δεν έχουν περισσότερη ή μεγαλύτερη δύναμη από τον συνηθισμένο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα ο στόχος που τίθεται στον «μαθητή» δεν είναι η κατάκτηση των ψυχικών δυνάμεων. Ο κύριος σκοπός είναι τo να αποτινάξει την υπερκυριαρχούσα αίσθηση της προσωπικότητας που είναι το παχύ πέπλο που κρύβει τη θέα του αθάνατου τμήματός μας, - του πραγματικού ανθρώπου. Όσο ο μαθητής επιτρέπει να παραμένει αυτό το αίσθημα, άλλο τόσο θα παραμένει κολλημένος στη θύρα του αποκρυφισμού, ανίκανος να προχωρήσει πιο πέρα.
Η συναισθηματικότητα επομένως δεν είναι εφόδιοτου «μαθητή». Το έργο του είναι σκληρό, ο δρόμος του τραχύς, το τέλος μακριά. Μόνο με τον συναισθηματισμό δεν θα προχωρήσει καθόλου. Περιμένει τον δάσκαλο να τον διατάξει να πέσει από τον γκρεμό ή να αψηφήσει τις απότομες πλαγιές των Ιμαλαϊων για να δείξει το θάρρος του; Λάθος ελπίδα, δεν θα τον καλέσουν έτσι. Και εφόσον, ο ίδιος δεν φοράει το πέπλο της συναισθηματικότητας, αυτό θα πρέπει να αποδεχθούν και οι άλλοι, αντί να πιστεύουν ότι όλες οι πράξεις και σκέψεις του είναι αποτέλεσμα συναισθηματικότητας.
Ας κάνουμε, επομένως, από εδώ και μπρος, σωστότερη διάκριση όταν μιλάμε για τον “μαθητή”.
“TheTheosophist”, Οκτώβριος, 1884.
Αυτές οι ερωτήσεις προκύπτουν επειδή πολλοί έχουν διαμορφώσει κατά καιρούς εξαιρετικά περίεργες απόψειςγια τους Μαθητές και όταν διαπιστώθηκεότι αυτές οι απόψεις θα έπρεπε να αλλάξουν, η αντίδραση σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε πολύ βίαιη.
Η λέξη «τσέλα» σημαίνει απλώς τον μαθητή. Αλλά στη φιλολογία της Θεοσοφίας, αυτός ο όρος έχει αποκρυσταλλωθεί και για κάποιους έχει αποκτήσει τόσες διαφορετικές ερμηνείες όσο και η λέξη «θεός». Κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να λένε ότι όταν ένας άνθρωπος είναι «μαθητής» τοποθετείταιαυτομάτως στο πεδίο όπου κάθε λέξη που μπορεί ατυχώς να εκστομίζει, να εκλαμβάνεται από «καθ’έδρας» και ότι δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει σαν απλός άνθρωπος. Αν βρεθεί ότι ο ίδιος ευθυνόταν για κάποια τέτοια διατύπωσητον κατηγορούν ότι παραπλάνησετους ακροατές του.
Λοιπόν,αυτή η λανθασμένη ιδέα πρέπει να διορθωθεί, μια και καλή. Υπάρχουν πολλοί «μαθητές» διαφορετικοί μεταξύ τους, το ίδιο όπως υπάρχουν επίσης Μαχάτμας διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχουν πράγματι Μαχάτμας που είναι και οι ίδιοιΜαθητές εκείνων που βρίσκονται πιο ψηλά στην ιεραρχική κλίμακα. Αλλά κανείς, ούτε για μια στιγμή, δεν θα εκλάμβανε έναν «μαθητή» που μόλις έχει αρχίσει το δύσκολο ταξίδι του, ως τον ανώτερο Μαθητή, ο οποίος είναι ήδη ένας Μαχάτμα.
Στην πραγματικότητα ο «μαθητής» είναι ένας άτυχος άνθρωπος που έχει εισέλθει σε «ένα κρυφό μονοπάτι» και ο Κρίσνα λέει ότι «αυτό είναι το πιο δύσκολο μονοπάτι».
Αντί να είναι το πιστό φερέφωνο του γκουρού του, βρίσκεται αφημένος μόνος τουστον κόσμο πιο μόνος από κάθε άλλον που δεν είναι «μαθητής» και ο δρόμος του περιβάλλεται από κινδύνους που θα τρόμαζαν πολλούς εμπνευσμένους, αν αυτοί οι κίνδυνοι απεικονίζονταν με φυσικά χρώματα. Έτσι αντίνα αποδέχεταιτον γκουρού του και να δίνει εξετάσεις με την προοπτική να κατακτήσει την τέχνη του Αποκρυφισμούυπό την σταθερή και φιλική συμβουλή του δασκάλου του, στην πραγματικότηταπαραβιάζει τη φυλαγμένη περίφραξη και από εκείνη την στιγμή έχει να παλέψει και να νικήσει– ή να πεθάνει. Αντί να δεχθεί, πρέπει να γίνει άξιος της αποδοχής. Αλλά δεν πρέπει ούτε να προσφέρει τον εαυτό του. Ένας από τους Μαχάτμα έχει γράψει“Μην μας πιέζεις να γίνεις Μαθητής. Περίμενε μέχρι να έρθει η ώρα σου”.
Και εφόσον κάποιος γίνει αποδεκτός ως «μαθητής», δεν είναιαλήθεια ότι είναι απλώς και μόνοτο εργαλείο του γκουρού του. Μιλάει σαν απλός άνθρωπος τότε όπως και πριν και μόνο όταν ο δάσκαλος στέλνει μέσω του μαγνητισμού του «μαθητή» του μια επιστολή, οι θεατές μπορούν να πουν ότι διαμέσου αυτού έγινε μια επικοινωνία.
Μπορεί να συμβεί, όπως και με κάθε συγγραφέα κατά περίπτωση, να αναπτύξει είτε αλήθειες είτε υπέροχες εκφράσεις, αλλά δεν θα πρέπει να νομίζουμε ότι είναι ο γκουρού που μιλάει διαμέσου του μαθητή. Μπορεί να υπήρξε το σπέρμα μιας καλής σκέψης στον νου, και τότε η επίδραση του γκουρού, όπως η μαλακιά βροχή πάνω στον σπόρο μπορεί να γίνει η αιτία ο σπόρος να ζωντανέψει και να ανθοφορήσει αφύσικα, αλλά αυτό δεν είναι η φωνή του δασκάλου. Στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις που οι Δάσκαλοι μιλούν διαμέσου ενός «μαθητή», είναι σπάνιες.
Οι δυνάμεις των μαθητών ποικίλουν ανάλογα με την πρόοδό τους. Και καθένας θα πρέπει να γνωρίζει ότι αν ένας «μαθητής» διαθέτει κάποιες «δυνάμεις», δεν του επιτρέπεται να τις χρησιμοποιεί – εκτός σπανίων καιεξαιρετικών περιπτώσεων, καιποτέ να μην καυχιέταιότι τις διαθέτει. Συνεπώς εκείνοι που είναι μόνον αρχάριοι δεν έχουν περισσότερη ή μεγαλύτερη δύναμη από τον συνηθισμένο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα ο στόχος που τίθεται στον «μαθητή» δεν είναι η κατάκτηση των ψυχικών δυνάμεων. Ο κύριος σκοπός είναι τo να αποτινάξει την υπερκυριαρχούσα αίσθηση της προσωπικότητας που είναι το παχύ πέπλο που κρύβει τη θέα του αθάνατου τμήματός μας, - του πραγματικού ανθρώπου. Όσο ο μαθητής επιτρέπει να παραμένει αυτό το αίσθημα, άλλο τόσο θα παραμένει κολλημένος στη θύρα του αποκρυφισμού, ανίκανος να προχωρήσει πιο πέρα.
Η συναισθηματικότητα επομένως δεν είναι εφόδιοτου «μαθητή». Το έργο του είναι σκληρό, ο δρόμος του τραχύς, το τέλος μακριά. Μόνο με τον συναισθηματισμό δεν θα προχωρήσει καθόλου. Περιμένει τον δάσκαλο να τον διατάξει να πέσει από τον γκρεμό ή να αψηφήσει τις απότομες πλαγιές των Ιμαλαϊων για να δείξει το θάρρος του; Λάθος ελπίδα, δεν θα τον καλέσουν έτσι. Και εφόσον, ο ίδιος δεν φοράει το πέπλο της συναισθηματικότητας, αυτό θα πρέπει να αποδεχθούν και οι άλλοι, αντί να πιστεύουν ότι όλες οι πράξεις και σκέψεις του είναι αποτέλεσμα συναισθηματικότητας.
Ας κάνουμε, επομένως, από εδώ και μπρος, σωστότερη διάκριση όταν μιλάμε για τον “μαθητή”.
“TheTheosophist”, Οκτώβριος, 1884.