Translate

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΘΑΜΑΥΣΤΟΥ

Το "Αναζητώντας τον κόσμο του Θαυμαστού" του Πήτερ Ουσπένσκυ, αποτελεί τη ζωντανή καταγραφή της διδασκαλίας του Γκουρτζίεφ, όπως ο συγγραφέας την είδε κατά την περίοδο που εργάστηκε μαζί του, μέσα σε δύσκολες συνθήκες πολέμου και επανάστασης. Είναι ίσως το γνωστότερο κείμενο με τις ιδέες του Γκουρτζίεφ. Γραμμένο με απλότητα και ειλικρίνεια, περιέχει επίσης ενδιαφέροντα στιγμιότυπα από τις επαφές του Γκουρτζίεφ με τους μαθητές του.






Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ

Το ταξίδι της Ρεφλεξολογίας στον χρόνο.

Μολονότι ο όρος «Ρεφλεξολογία» (Reflexology), συνδέθηκε με τη θεραπευτική αυτή μέθοδο μόλις το 1976, οι ρίζες της μεθόδου χάνονται μέσα στο χρόνο. Η πρακτική αυτή, μέχρι να φτάσει στην σημερινή, πολύ εξελιγμένη μορφή της, ταξίδεψε στον χώρο και στον χρόνο. Πρόκειται για πρακτική με πολλές παραλλαγές, η οποία εξελίσσεται και θα συνεχίσει να εξελίσσεται στο μέλλον, κινούμενη πάντα γύρω από έναν βασικό άξονα- γνώση, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις.
Η βασική αρχή της Ρεφλεξολογίας, ήταν, είναι και θα είναι, ότι στα χέρια και στα πόδια, αντικατοπτρίζεται με ακρίβεια το ανθρώπινο σώμα και όλα τα όργανα από τα οποία είναι συντεθειμένο και πως ασκώντας πίεση ή μαλάσσοντας συγκεκριμένα σημεία μπορεί να επαναφέρει ο θεραπευτής το σώμα του πάσχοντος σε ισορροπία, να κάνει το ίδιο το σώμα «θεραπευτή» του εαυτού του.
Η Ρεφλεξολογία είναι εναλλακτική, θεραπευτική μέθοδος που απαλλάσσει ή ανακουφίζει το άτομο από τον πόνο, ενεργοποιώντας συγκεκριμένα σημεία του σώματος μέσω μαλάξεων και της πίεσης που ασκείται από τον θεραπευτή. Στηρίζεται στην επισταμένη παρατήρηση αιώνων και σε μελέτες, που συσχετίζουν διάφορα μέρη του σώματος με εσωτερικά όργανα, στα οποία θα μπορούσε κανείς να έχει πρόσβαση μόνο επεμβατικά ή φαρμακευτικά, στηριζόμενος μόνο στην δυτική ιατρική.
Το ανθρώπινο σώμα είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός, αποτελείται από διάφορα συστήματα οργάνων τα οποία συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους, αλληλεπιδρούν και εκτελούν όλες τις λειτουργίες. Κάπως έτσι ο άνθρωπος ζει και εξελίσσεται υγιής. Τι συμβαίνει όμως, όταν αυτός ο τέλεια σχεδιασμένος μηχανισμός, αποσυντονίζεται; Τότε είναι που ξεκινούν οι ενοχλήσεις και – σε πιο σοβαρές περιπτώσεις- οι ασθένειες.
Η Ρεφλεξολογία λοιπόν, ως θεραπευτική μέθοδος, στηρίζεται στην παραδοχή ότι το σώμα μας λειτουργεί με ενέργεια, η οποία το διατρέχει από την κορυφή ως τα νύχια, μέσω ενεργειακών καναλιών, τα οποία αντικατοπτρίζονται κυρίως στα άνω και κάτω άκρα μας. Υπάρχουν δηλαδή στα χέρια και στα πόδια, όπως επίσης και σε άλλα σημεία του σώματος (αυτιά, πρόσωπο κ.α), ζώνες και αντανακλαστικά σημεία που συνδέονται με κάθε όργανο του ανθρώπινου σώματος. Τα σημεία αυτά, όταν διεγείρονται, πιεζόμενα από τον θεραπευτή, ενεργοποιούνται, αποφορτίζονται και εν τέλει οδηγούν το σώμα να βρει την αρχική του ισορροπία.

Διάδοση στον Δυτικό Κόσμο

Το πώς διαδόθηκε η μέθοδος στη Δύση δεν είναι κάτι ξεκάθαρο. Σύμφωνα με τους μελετητές υπάρχει αφενός η θεωρία ότι η πρακτική πέρασε στην Ευρώπη μέσω της Αιγύπτου, κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι έφτασε στη Δύση μέσω του Μάρκο Πόλο και των ανδρών του, που ταξίδεψαν στην Κίνα την περίοδο των Μεγάλων Ανακαλύψεων. Κάποιοι άλλοι μελετητές εξέφρασαν την άποψη ότι πρακτικές που προσομοιάζουν στην ρεφλεξολογία, ασκούνταν από τους αρχαίους πολιτισμούς της Νότιας Αμερικής και έτσι διαδόθηκε η μέθοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι παραπάνω θεωρίες δεν μπορούν να στηριχθούν με απτές αποδείξεις, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα.

Γέννηση της Σύγχρονης Ρεφλεξολογίας

Η συστηματική μελέτη και η εξέλιξη της μεθόδου του θεραπευτικού Μασάζ και της Ρεφλεξολογίας ξεκίνησε κατά τον 19ο αιώνα μ. Χ και μπορούμε να πούμε ότι συμβάδισε με τις μελέτες της συμπεριφοριστικής Ψυχολογίας και την ανάπτυξη των νευρολογικών επιστημών. Ο Dr. Wm.H. Fitzgerald, στις αρχές του 20ου αιώνα διατύπωσε τη θεωρία των «Ζωνών». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, αν ένα σημείο του σώματος πάσχει, ο θεραπευτής μπορεί να παρέμβει και να σταματήσει τον πόνο ή την ανόχληση από κάποιο άλλο απομακρυσμένο σημείο του σώματος, αρκεί και τα δύο σημεία να βρίσκονται στην ίδια ζώνη.


Παρατήρησε με λίγα λόγια, την αντανακλαστική παρέμβαση. Αυτή η παρατήρηση αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης Ρεφλεξολογίας. Η θεωρία του Fitzerald βρήκε πολλά εμπόδια εκείνη την περίοδο, που προέρχονταν κυρίως από τους συναδέλφους του, δηλαδή από τα μέλη της ιατρικής κοινότητας. Μητέρα της σύγχρονης Ρεφλεξολογίας θεωρείται η Eunice Ingham, η οποία ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι οι παλάμες και τα πέλματα είναι εξόχως ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου σώματος, απομόνωσε τα πόδια από τις άλλες περιοχές των ζωνών και χαρτογράφησε ολόκληρο το σώμα σε αντανακλαστικά σημεία στα πέλματα, μετωνομάζοντας την «Θεραπεία των Ζωνών» σε «Ρεφλεξολογία».

Οφέλη της Ρεφλεξολογίας

Η Ρεφλεξολογία, όπως αναλύσαμε και προηγουμένως, είναι μία ολιστική θεραπευτική μέθοδος, αντιμετωπίζει δηλαδή το ανθρώπινο σώμα ως ολότητα. Τα οφέλη που μπορεί να μας προσφέρει είναι ποικίλα και θα αναφέρουμε τα σημαντικότερα από αυτά. Μέσω της εφαρμογής πιέσεων και μαλάξεων στα άκρα, δημιουργείται υπεραιμία και βελτιώνεται η κυκλοφορία του αίματος, ενώ ο ανοσοποιητικός μηχανισμός ενισχύεται και τονώνεται. Μία άλλη εφαρμογή της Ρεφλεξολογίας είναι η παύση ή η ανακούφιση από τον πόνο.
Μυικοί πόνοι, πόνοι των αρθρώσεων, πονοκέφαλος και ημικρανίες, πονόδοντος και ενοχλήσεις από διαταραχές στην διαδικασία της πέψης καταπραΰνονται. Σύμφωνα με άλλες μελέτες, η Ρεφλεξολογία, μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα ορμονικών διαταραχών και αναπνευστικών προβλημάτων, καθώς επίσης μέσω της συστηματικής θεραπείας μπορούμε να μειώσουμε τα επίπεδα άγχους και στρες.
ΠΗΓΗ: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ-ΑΝΝΑ ΤΣΕΣΜΕΤΖΟΓΛΟΥ

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Η Άγνοια του Εαυτού και ο Φόβος - Ιωάννα Μαρκουίζου

«...‘Δε φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος’, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα, χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτο στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής μου. Να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να την προκαλώ ή να την φοβερίζω, μα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια, του ανθρώπου. Να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σα να ήμουν αθάνατος...» (1) 
Τι είναι τελικά ο φόβος; Πώς ορίζεται η έννοιά του; Σε τι οφείλεται η εμφάνισή του στον άνθρωπο, στην κοινωνία και στη ζωή του Κόσμου γενικότερα; Τι τον προκαλεί; Μήπως είναι ένα απλό συναίσθημα ή μήπως κάτι παραπάνω; Ή μήπως είναι, πιθανότατα, ένας μηχανισμός που εδρεύει στο μέρος εκείνο του νου, όπου δέχεται και «διαβάζει» τα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον και ο οποίος (μηχανισμός) μπαίνει σε λειτουργία με την αίσθηση της μη ασφάλειας, σαν ένα από τα πολλά ενστικτώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που διαθέτει για την προστασία της ακεραιότητας του σώματος ή της υπάρξεως; Αυτή είναι ίσως η πιο επιφανειακή του όψη, καθώς ο φόβος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν την εκδήλωση. Καλό είναι επίσης, αν επιθυμούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα, να μη συγχέουμε το ένστικτο με τον φόβο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα και γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν παρατηρήσουμε πως πρώτα λειτουργεί το ένστικτο2 και αμέσως μετά εμφανίζεται ο φόβος3. Έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια να εξετάζουμε το φόβο, είτε αναλύοντάς τον στις διάφορες μορφές του είτε μελετώντας τον μονομερώς σε μια συγκεκριμένη εκδήλωσή του. Θεωρώντας την ύπαρξή του δεδομένη, απλά επικεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα που φέρει στην ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την απώτερη αιτία της γέννησής του ή της δημιουργίας του. Ποια είναι, όμως, η πρωταρχική αιτία της ύπαρξης του φόβου στον άνθρωπο; Τι είναι αυτό που πυροδοτεί την γέννησή του; 
Όταν ο άνθρωπος λάβει την εντύπωση πως είναι ένα ξεχωριστό ον και πως πρέπει να «παλέψει» για την απόδειξη της ύπαρξής του και για την επιβίωσή του, όταν αρχίζει, δηλαδή, να σκέφτεται «Εγώ Είμαι», τότε ο νους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, κατακλύζεται από μια σωρεία αμέτρητων ερωτημάτων: Ποιος είμαι; Ποιο σκοπό εξυπηρετεί η ύπαρξή μου; Έως που φτάνουν οι δυνάμεις μου, είτε σωματικές είτε πνευματικές; Θα εξακολουθώ να υπάρχω και μετά το θάνατο του σώματός μου; Υπάρχει κάποιο μέρος στον εαυτό μου απρόσβλητο στη φθορά και το θάνατο; Είναι τότε που γεννιούνται οι διάφορες μορφές φόβου από τον νου. Δεν είναι κάτι έξω από εμάς, αλλά κάτι μέσα σε εμάς. Είτε τον μελετήσουμε σαν μια ενότητα είτε ξεχωριστά στην κάθε του εκδήλωση, καταλήγουμε πάντοτε στον ίδιο παρονομαστή. Στην ανασφάλεια που προκαλεί η άγνοια σε ότι έχει σχέση με τον εαυτό μας. Η οποία άγνοια φέρει σε γέννηση, την αλόγιστη αυτή ενέργεια τον φόβο. Μια ανεξέλεγκτη δύναμη, που μπορεί τυχαία να αποβεί σωτήρια, μα εάν δεν καταφέρεις να την δαμάσεις, με μαθηματική ακρίβεια το αποτέλεσμα θα είναι μοιραίο και καταστροφικό. 
Ο καθένας μας εκκολάπτει και γεννά το δικό του φόβο. Εμείς οι ίδιοι, λοιπόν, τον φέρνουμε σε ύπαρξη, ίσως μιμούμενοι τον πρώτο που το έπραξε. Στην πορεία της ζωής μας, συνεχίζουμε να τρέφουμε αυτήν την σκεπτομορφή (4), δίνοντάς της όλο και περισσότερο χώρο ύπαρξης ανάμεσά μας, ακόμη εμπλουτίζοντάς την με επιπλέον γνωρίσματα, ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Όμοια όπως αναπτύσσεται μια ανθρώπινη προσωπικότητα. Για αυτό και οι τόσες πολλές, διαφορετικές όψεις του. 
Αν δεν στραφούμε μέσα μας, για να πάρουμε την αναγνώριση, τότε ζητάμε την αναγνώριση του εαυτού μας έξω από εμάς. Στο οικογενειακό περιβάλλον, στο κοινωνικό, στο θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό κ.ο.κ., αναζητώντας με αυτόν τον τρόπο να καθησυχάσουμε κάθε είδους υπαρξιακής ανασφάλειας. Είναι σαφές, όμως, ότι δεν μπορούμε έξω από εμάς να βρούμε τη γνώση της ταυτότητάς μας και αν λαμβάνουμε μία εικόνα, τότε αυτή είναι παραποιημένη και ψευδής, όχι αληθινή. Καθώς η αληθινή, ουσιαστική γνώση του εαυτού μας βρίσκεται εντός μας, καθετί που αντλούμε έξω από εμάς είναι μη οικείο και θέλοντας να εξομοιωθούμε με αυτό, ακολουθώντας τους καθορισμένους κανόνες του, δημιουργούμε έναν χαρακτήρα, έναν ρόλο περιορίζοντας κάθε δράση μας σύμφωνα με αυτόν. Προσθέτοντας, στον ήδη υπάρχων φόβο μας, άλλη μια όψη, τον φόβο να μην ξεφύγουμε πέρα από αυτά τα πλαίσια. Η όψη αυτή του φόβου, με τη σειρά της φέρει δύο ακόμη ισχυρότερα δεσμά (προϊόντα του φόβου), την προκατάληψη και την δεισιδαιμονία, που τυφλώνουν εντελώς την ανθρώπινη διάνοια. Γιατί σε αυτές εκπίπτουμε αναζητώντας τη γνώση πέρα από εμάς, απομακρυνόμενοι από την εσωτερική γνώση και υιοθετώντας παθητικά ως αληθινό και χωρίς καμία διάκριση, καθετί που μας έρχεται σαν ερέθισμα από έξω. Μοιάζει σαν να παραδίδουμε τον εαυτό μας έτσι απλά, χωρίς καμιά αντίσταση, στο υπόγειο, σκοτεινό, σκιώδες δεσμωτήριο που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του5, αποδεχόμενοι τις σκιές ως τη μοναδική μας πραγματικότητα. 
Έτσι, εμείς οι άνθρωποι που περισσότερο από καθετί άλλο απεχθανόμαστε να ζούμε στο ψέμα και που περισσότερο από όλα τα άλλα, αγαπούμε την πολυμάθεια και αρεσκόμαστε στο να συγκεντρώνουμε γνώσεις, διανοητικής φύσεως, γύρω από τα πάντα, υποταγμένοι τελικά στο φόβο μας, έχοντας θολωμένο νου, περνάμε τη ζωή μας βυθισμένοι, φυλακισμένοι σε έναν ψεύτικο κόσμο, σε μια πλάνη, σε μια ψευδαίσθηση. 
Όπως η ζωή της πλειοψηφίας των ανθρώπων κτίζεται επάνω στο φόβο, κατ’ επέκταση και η κάθε κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στο φόβο, από την αρχαιότητα έως σήμερα. 
Αν κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία όλων των πολιτευμάτων, σε κείνα που υπήρξαν αλλά και σε όσα υπάρχουν, μπορούμε να διαπιστώσουμε αυτό το γεγονός. Αν επεκταθούμε ακόμη περισσότερο, θα δούμε πως ολόκληρη η ανθρωπότητα μαστίζεται από τον φόβο. 
Βέβαια, είναι ευκόλως εννοούμενο, πως εκείνοι που κρατούν «τα ηνία» σε μια τέτοιου είδους κοινωνία, είναι άνθρωποι με θολωμένη διάνοια. Υποκινούμενοι σαν μαριονέτες από τους φόβους τους, επιδιδόμενοι έτσι όλο και περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο είδος βίας, που σήμερα ορίζεται με τη λέξη τρομοκρατία. Άνθρωποι, που αντί να αφιερωθούν στο να αναγνωρίσουν και να καθυποτάξουν τους δικούς τους, καταπιάνονται ασχολούμενοι με τους φόβους των άλλων, με σκοπό να τους χειριστούν κατευθύνοντάς τους βάση των φόβων και των αδυναμιών τους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν και κάνουν ισχυρά αισθητή την παρουσία τους στον «κόσμο», γεμάτοι αλαζονεία και ιδιοτέλεια. Απολαμβάνουν την εφήμερη ηδονή που τους προσφέρεται, έως ότου ο καταστροφέας χρόνος να παρασύρει στο πέρασμά του εκείνο το είδωλο, την εφήμερη, ψεύτικη εικόνα ύπαρξης, που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσαν να κρατήσουν αλώβητη από πλαστούς-ανύπαρκτους κινδύνους, πέφτοντας ολοένα και βαθύτερα στην απύθμενη άβυσσο της πλάνης. 
«Ή μήπως δεν έχεις κατανοήσει ότι η ψυχή των ανθρώπων που λέμε ότι είναι φαύλοι αλλά πανέξυπνοι …με πόση οξυδέρκεια διακρίνει αυτά στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους, ότι δε βλέπει άσχημα η ψυχή τους, αλλ’ είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, ώστε, με όσο μεγαλύτερη οξύτητα βλέπει, τόσο περισσότερα κακά κάνει; …Αυτή όμως, η τέτοια φυσική κατασκευή, αν αμέσως από την παιδική ηλικία κοβόταν ολόγυρα στα μέρη που συγγενεύουν με τα μέρη του «γίγνεσθαι» και που με την πολυφαγία, τις τέτοιες ηδονές και τη λαγνεία κολλούν πάνω της και σαν κομμάτια μολύβι γυρίζουν την όψη της προς τα κάτω – αν από αυτά ξεφορτωνόταν και στρεφόταν γύρω από τα αληθινά όντα, τότε η ίδια δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε τα αληθινά πολύ ξεκάθαρα, όσο κι αυτά στα οποία είναι στραμμένη.»(6) 
Ειδικότερα τη σημερινή εποχή, ζούμε μέσα σε μια κοινωνία δομημένη με ψεύτικα ιδανικά και ανύπαρκτες αξίες, που μας σπρώχνει, περισσότερο παρά καμία άλλη στο παρελθόν, να είμαστε αλαζόνες και να τρέφουμε κάθε είδους εγωισμό. Για να επιβιώσουμε μας διδάσκει πως πρέπει να «υπερέχουμε» σε όλα, ότι μόνο όποιος καταφέρει να γίνει κυρίαρχος με κάθε τρόπο έναντι των συνανθρώπων του, αυτός είναι ο ευνοούμενος και ότι κάθε αποτυχία είναι ασυγχώρητη και φέρει κατάληξη μοιραία. Μια κοινωνία που μας εξωθεί να ωραιοποιούμε τον φόβο μας και να ζούμε σύμφωνα με αυτόν, για αυτόν, χωρίς περιθώριο επιλογής. Η ευγενική άμυλα έχει εκλείψει και η καταστροφική έριδα έχει ρίξει τα πέπλα της, απ’ άκρη σ’ άκρη για να καλύψει την ανθρωπότητα, αφού η ζωή επί της γης έχει μετατραπεί σε μια εικονική, αιματηρή διαμάχη, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε εξωτερικό. Σαν ένας νέος μεσαιωνικός σκοταδισμός, σαν μια καθολική επιδημία τυφλότητας. Καθώς ο ανθρώπινος νους βάλλεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να υιοθετεί σκέψεις που ποτέ ο ίδιος δεν θα δημιουργούσε. Σκέψεις που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη ακατάπαυστα, αποτελώντας ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Κάνοντας τον άνθρωπο ανίκανο να αντικρίσει την Απλότητα και την Αλήθεια του. 
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δημιουργείται μια «Φοβοκρατούμενη» κοινωνία, που όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά, έστω κι αν δεν το παραδεχόμαστε, συμβάλλουμε στο να υπάρχει. Όλοι μας εκπέφτουμε, λίγο ή πολύ, άθελά μας ή όχι, στην διάπραξη αυτού του είδους βίας, προσπαθώντας να ισχυροποιηθούμε ή να επιβληθούμε έναντι των άλλων, τονώνοντας το πλασματικό εγώ μας. Ας μην πάμε μακριά για να δούμε αυτό το γεγονός. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή μας επαφή, το πράττουμε αδιάκοπα στα οικεία μας πρόσωπα, στη μητέρα, στον πατέρα, στον σύντροφο, στο παιδί μας. Φτιάχνοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο, σπέρνοντας νέες φοβίες, διαιωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πρόβλημα που ήδη υπάρχει, εμποδίζοντας τη λύση του και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη μάστιγά του.
«Γιατί δεν αντιλαμβάνονται το αίτιο (της δικής τους αδυναμίας), δηλαδή την δυσαρμονία και την ταραχή που υπάρχει μέσα στους ίδιους.».(7) 
Η απεγκλώβιση του ανθρώπου από έναν τέτοιο κυκεώνα, μοιάζει σαν μια αναπαράσταση του άθλου που επιχείρησε ο Θησέας στην Κνωσό. Ένας λαβύρινθος (πλανεμένος νους), αποτελούμενος από περίπλοκους σκοτεινούς διαδρόμους, όπου στο κέντρο του βασιλεύει ένα παραφύση πλάσμα, ένα δύσμορφο, πανίσχυρο τέρας που διψά για ανθρώπινο αίμα, ο Μινώταυρος (ο χειρότερος ανθρώπινος φόβος). Όποιος εισχωρεί στον λαβύρινθο, είναι καταδικασμένος να γίνει βορά του, καθώς κάνοντας κύκλους στις σκοτεινές στοές χάνει το δρόμο για την έξοδο (την αλήθεια, την πολυπόθητη γνώση). Ο Θησέας (άνθρωπος που συνειδητοποιεί τον φόβο και το τι προκαλεί), αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν τη φρικαλεότητα, με απόλυτη εμπιστοσύνη στη βοήθεια της Αριάδνης (καθοδήγηση από τη φωνή της συνείδησής του), η οποία κρατά την άκρη του νήματος, ξετυλίγει το κουβάρι (επίγνωση, φρόνηση) και βαδίζει περνώντας μέσα από «Δαιδαλώδη» περάσματα, κρατώντας μια δάδα (διαυγής-καθαρός νους) για να φωτίζει (ορθή παρατήρηση και κρίση) το δρόμο του και έχοντας στη διάθεσή του ως μόνο σύμμαχο τη δύναμή του (ψυχικό σθένος). 
Ώσπου έρχεται αντιμέτωπος με τον Μινώταυρο (φόβο) και έπειτα από σκληρό αγώνα και μάχη, εντέλει τον θανατώνει, απελευθερώνοντας τον ίδιο και όσα θύματα βρισκόταν πλάι του. Έχοντας οδηγό του το νήμα (επίγνωση) τυλίγοντάς το και πάλι (ανασυγκρότηση του Εαυτού), βήμα το βήμα, αφήνει πίσω του τα σκοτάδια (την πλάνη) του λαβυρίνθου και βγαίνει στο φως της ημέρας (στο φως της Αλήθειας). 
Ποια είναι όμως η αιτία που μας κάνει τελικά να πέφτουμε σε μια τέτοια πλάνη; Ίσως η σύγχυση που μαίνεται μέσα μας, η εναντίωση στην ίδια μας την ύπαρξη, αφού παραδεχόμαστε μόνο τη μια της όψη ως αληθινή και παλεύουμε να καταπνίξουμε την άλλη. Ο άνθρωπος έχει την τάση να γνωρίσει την ουσία της ύπαρξής του, καθώς κι εκείνη του κόσμου που τον περιβάλλει, αλλά και τη σχέση του με τον κόσμο αυτόν. Επιζητώντας όμως αυτή τη γνώση έχοντας στραμμένη την προσοχή του, ολότελα προς το υλικό μέρος της υπόστασής του και σε όσα λαμβάνει μέσω αυτού, εκπίπτει σε σύγχυση και τότε ο φόβος γεννάται και γιγαντώνεται, παίρνοντας «τα ηνία». Ο άνθρωπος εβρισκόμενος σε μιαν αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγει από τη λαίλαπα του φόβου, ένα δημιούργημα δικό του κατ’ ουσία που το τρέφει συνεχώς, και έχοντας φέρει συσκότιση σε ψυχή και νου, αποδέχεται παθητικά κάθε πρόσκαιρη ανακούφιση που του προσφέρεται μέσω των υλικών απολαύσεων. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ρίχνεται στην παγίδα της ηθικής φθοράς και της πρόσκαιρης ευτυχίας, πιστεύοντας πως έτσι δίνει μια λύση στο πρόβλημά του, μα στην πραγματικότητα το μόνο που κατορθώνει είναι να αναβάλλει συνεχώς την αντιμετώπιση του φόβου που τον κατατρέχει. Όπως το ψάρι που πιάνεται στα δίχτυα. Όσο παλεύει σπασμωδικά, να τα
αποτινάξει από πάνω του, τόσο περισσότερο μπερδεύεται μέσα σ’ αυτά. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο φόβος ξεκινά και καταλήγει σε αυτήν την κατώτερη φύση μας, την υλική. Γιατί η ρίζα του φόβου είναι ο θάνατος, ο χαμός, η εκμηδένιση της ύπαρξης και αυτά είναι χαρακτηριστικά εξολοκλήρου της ύλης. 
«…Με έρωτες, επιθυμίες, φόβους, με κάθε είδους φαντασιοκόπημα και ανόητη φλυαρία μας πλημμυρίζει, ώστε πράγματι, και είναι απόλυτα αληθινό αυτό που λέγεται, εξαιτίας του δεν μας έρχεται η παραμικρή αληθινή σκέψη. Γιατί και τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις μάχες δεν τις δημιουργούν παρά μόνο το σώμα και οι επιθυμίες του. Για την απόκτηση αγαθών βέβαια γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα αγαθά εξαναγκαζόμαστε να τα αποκτήσουμε για χάρη του σώματος, υπόδουλοι σ’ αυτό και τη φροντίδα του…»(8) 
Σαν δισυπόστατο ον, ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις. Η μία φύση, καθώς είπαμε, είναι υλική και φθαρτή όπου συνεχώς μεταβάλλεται, αλλάζει από τη μια κατάσταση στην άλλη και υπόκειται σε συνεχείς θανάτους (πολλαπλότητα). Η άλλη φύση είναι αιώνια, άφθαρτη και υπάρχει χωρίς να χωρά σε αυτήν μεταβολή και μείξη (απλότητα, ένα-ενότητα). Κατανοούμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αρνούμενος τη μια
του φύση έναντι της άλλης, είναι αδύνατο, ενάντιο απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Θα αισθανθεί απόλυτα πλήρης και ολοκληρωμένος μόνο αν έχει την γνώση και την αποδοχή και των δύο φύσεων που τον αποτελούν. Αυτό είναι κάτι που δεν πραγματοποιείται, με το να μετέχει πότε στη μία και πότε στην άλλη, αλλά και στις δύο ταυτόχρονα. Να φέρει δηλαδή και τα δύο στοιχεία μέσα του, σε ισορροπία. 
Αν ο άνθρωπος στρεφόμενος μέσα του, αρχίσει να αναγνωρίζει τη φύση του και τον εαυτό του, ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τον φόβο του, που πλέον δεν είναι γι’ αυτόν μια σανίδα σωτηρίας, ένα δεκανίκι που δικαιολογεί τη μη δράση του, αλλά ένα εμπόδιο, μια αλυσίδα που τον κρατά δέσμιο και δεν τον αφήνει ελεύθερο να πράξει κατά βούληση, ώστε να ανακαλύψει και να εκδηλώσει, σε όλη της την έκταση την οντότητά του. 
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος από τον φόβο και ως μας αποκαλύπτει η ιστορία της ανθρωπότητας, πρόκειται για ένα αρχέγονο φαινόμενο στον άνθρωπο. Ίσως πρέπει να δεχόμαστε το φόβο, ως μια αναγκαία εσωτερική δοκιμασία, που κάθε άνθρωπος πρέπει να υπερβεί, για να μπορέσει να αντικρίσει τον Εαυτό του έτσι όπως ακριβώς είναι και μαζί με αυτόν, σαν σε καθρέφτη να αντικρίσει τον αληθινό Κόσμο. Το να αντιμετωπίσουμε τον φόβο μας με τα χιλιάδες του πρόσωπά και να τον καταστήσουμε ανίκανο να μας βλάψει, ίσως αποτελεί το πρώτο βήμα μας προς την κατάκτηση της αλήθειας, το πιο δύσκολο και το πιο επίπονο από όλα τα άλλα. 

ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Η αίσθηση της ευτυχίας-krishnamurti Jiddu

"Η γη είναι όλων μας, δεν ανήκει στους κομμουνιστές, στους σοσιαλιστές, στους καπιταλιστές, στους ινδουιστές, στους βουδιστές ή στους χριστιανούς· είναι δική σας και δική μου, είναι για να τη ζει κανείς ευτυχισμένα, γεμάτος από τον πλούτο της ζωής μέσα του, χωρίς συγκρούσεις. Αλλά αυτή η αίσθηση της ευτυχίας, του πλούτου της ζωής, αυτή η αίσθηση ότι "η γη ανήκει σε όλους μας" δεν μπορεί να έρθει μ' εξαναγκασμό, με νόμους. Πρέπει να έρθει από μέσα μας, επειδή αγαπάμε τη γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της· και αυτή η αγάπη είναι κατάσταση μάθησης." Ο Κρισναμούρτι (1895-1986) είναι ένας πολύ ξεχωριστός φιλόσοφος. Η βάση της διδασκαλίας του βρίσκεται στην πεποίθηση ότι οι κοινωνικές αλλαγές δεν μπορούν να επιτευχθούν αν δεν υπάρξει ατομική αλλαγή. Επιπλέον, ασκεί κριτική στις θρησκείες και τις σέκτες. Ο Κρισναμούρτι δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι η ευτυχία δεν επιτυγχάνεται αν δεν υπάρχει η άρνηση οποιασδήποτε αυθεντίας. Αυτό είναι το νόημα των πολυάριθμων διαλέξεων που έδωσε κατά τη διάρκεια πολλών ετών σε ολόκληρο τον κόσμο, λέγοντας συχνά: "Από τη στιγμή που ακολουθείτε κάποιον, παύετε ν' ακολουθείτε την αλήθεια". "Η αίσθηση της ευτυχίας" -ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ- μας επιτρέπει να δούμε τον κόσμο διαφορετικά. Μας προτρέπει ν' ανακαλύψουμε τη ρίζα των προσωπικών μας προβλημάτων, αλλά και να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η κοινωνία στην οποία ζούμε. Μας μαθαίνει την τέχνη τού να βλέπουμε ή ν' ακούμε με την καρδιά μας και ν' ανακαλύπτουμε την αλήθεια που βρίσκεται μέσα μας.






Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Φόβος του Θανάτου - Κωνσταντίνος Γραβάνης

  Κάθε χρόνο τις ημέρες του Πάσχα περιγράφεται σε κάθε χριστιανικό ναό τo μυστήριο του θανάτου και της επαναγέννησης του λυτρωτή Θεανθρώπου. Ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε ανθρώπου, το αρχέτυπο του σωτήρα θεού που ενσαρκώνεται εν πνεύματι στον αισθητό κόσμο για να θυσιάσει τον εαυτό του και να αναγεννηθεί φέρει σπουδαία εσωτεριστική αξία. 
   Πρόκειται για παράδοση προ-χριστιανική καθώς η ιστορία του θνήσκοντος και αναστάντος θεού ανευρίσκεται στους περισσότερους μυστηριακούς θεσμούς των αρχαίων Ελλήνων. Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον θεό Πλούτωνα -ως αλληγορία του θανάτου και της αναγέννησης της Φύσης- που αποτέλεσε τη βάση των Μυστηρίων της Ελευσίνας, η ιστορία των παθών, του θανάτου και της αναγέννησης του θεού Διόνυσου, το θείο δράμα του ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα, η οδυνηρή σταύρωση του Τιτάνα, η κάθοδος στον Άδη -εν μέσω κοσμογονικών καταστροφών-  και η τελική του λύτρωση, αποτέλεσαν μερικές εκ των μυστηριακών διδασκαλιών που ενέπνευσαν τη χριστιανική παράδοση.
    Ειδικώς τα Ελευσίνια Μυστήρια δικαίως θεωρήθηκαν από τον Κικέρωνα ως η ιερότερη παρακαταθήκη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: «χάρη στα Μυστήρια των Αθηνών αποβάλαμε τον άγριο τρόπο ζωής, μεταμορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε...χάρη στη "μύησή" τους πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι αλλά και να πεθαίνουμε με μία καλύτερη ελπίδα». 
   Στη σύγχρονη εποχή των γρήγορων ρυθμών, της ακόρεστης επιθυμίας «να τα προλάβουμε και να τα ζήσουμε όλα» και της γενικότερης υπαρξιακής αγωνίας ενός κόσμου χαοτικού που διαρκώς εξελίσσεται αλλά και οπισθοδρομεί, το άγχος του «πεπερασμένου» της ύπαρξης και ο φόβος του θανάτου συχνά μάς καταβάλλουν ψυχικά. Πόσες φορές δεν μας στοιχειώνει η σκέψη του «τέλους»; Πότε άραγε θα συμβεί το φρικτό αυτό και μοιραίο, πού και πώς θα συμβεί; Και γιατί να πρέπει να συμβεί χωρίς να μπορεί ποτέ να εξηγηθεί; Γιατί θα πρέπει ο κόσμος να συνεχίσει να γυρνάει και χωρίς εμάς; Δίχως άλλο η αδυσώπητη αυτή νομοτέλεια αποτελεί τον βαθύτερο φόβο του ανθρώπου, ικανό να του επιφέρει μία αίσθηση απόλυτης ματαιότητας ή και να τον ωθήσει σε άκρως υλιστικές τάσεις (διότι τι σημασία έχει η «ψυχή» και το «πνεύμα» σε αυτό τον εφήμερο και μάταιο κόσμο). 
     Η αλήθεια όμως είναι πως τίποτα δεν χάνεται! Και τίποτα πραγματικά δεν πεθαίνει! Το ταξίδι της ψυχής είναι μεγάλο, οι τωρινές της εμπειρίες και ο τωρινός της σταθμός δεν αποτελούν παρά έναν μεταξύ των πολλών που καλείται να περάσει, το σημερινό της ένδυμα δεν είναι παρά ένα από τα πολλά που θα δοκιμάσει στη διάρκεια της κοσμικής περιπλάνησης και διονυσιακής μεταμόρφωσης, μέχρι να εκπληρώσει τον προορισμό της και να επανενωθεί με το Φως.
    Και εάν δηλαδή ένα μέρος του αιώνιου Εαυτού μεταβάλλεται μετά θάνατον τότε το ίδιο δεν συμβαίνει και την κάθε στιγμή που ζούμε; Διότι «θάνατοι» μέσα μας και γύρω μας συμβαίνουν πολλοί. Διαδικασία θανάτου είναι η μετοίκηση από μία χώρα σε μία άλλη, ή ακόμα και η μετακόμιση από ένα παλιό διαμέρισμα σε ένα νέο, θάνατος είναι το τελείωμα μίας σχέσης, θάνατο αποτελεί μία οδυνηρή αποτυχία, θάνατος είναι και η ολοκλήρωση ενός έργου ή ενός ταξιδιού. Ή μήπως κάθε βράδυ ξεχωριστά δεν «πεθαίνουμε» για να «ξαναγεννηθούμε»; Διότι τίποτα δεν προσομοιάζει περισσότερο στον θάνατο από την καθημερινή εμπειρία του ύπνου, όταν κουρασμένοι από την ημέρα που έφυγε αναπαύουμε το σώμα και μεταβαίνουμε συνειδησιακά σε ένα παράλληλο και λεπτοφυέστερο σύμπαν (στον αρχαίο Μύθο ο θεός Ύπνος ήταν ο μικρός αδελφός του Θανάτου, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή ήταν δίδυμα αδέλφια, λόγω της ομοιότητάς τους). 
    Διαρκής «θάνατος» είναι η ζωή, κατά τον γερο-Ηράκλειτο. Από την στιγμή που οι ψυχές κατέρχονται στο πεδίο της γενέσεως ισχύει μονάχα μία αλήθεια: «τα πάντα ρει», τα πάντα διαρκώς μεταβάλλονται, διαρκώς πεθαίνουν και γεννιούνται! Η διαρκής μεταβολή που κυριαρχεί στον αισθητό κόσμο, και που απεικονίζεται ξεκάθαρα στη σταδιακή ανάπτυξη, ωρίμανση, φθορά και γήρανση των όντων, συνεπάγεται ότι «ζω» σημαίνει «αργοπεθαίνω»! Αυτός ο διαρκής όμως θάνατος δεν είναι παρά η πεμπτουσία της ζωής, διότι η ζωή προϋποθέτει την διαρκή μεταβολή (εάν δεν υπήρχε διαρκής κίνηση και μεταβολή στο σύμπαν δεν θα υπήρχε και ζωή). 
      Ό,τι αρχίζει κάποτε τελειώνει, το τέλος όμως είναι η αρχή, ο κύκλος είναι αέναος. «Θάνατος» σημαίνει μετάβαση, ανακύκλωση, μετουσίωση. Είναι η μεταμόρφωση της συνείδησης και η αναγέννηση της ψυχής. «Εκπεσόντα θεό» αποκαλεί την ψυχή η Ορφική παράδοση και «τιμωρία» της τον εγκλωβισμό στον σωματικό φορέα και τα παχυλά στρώματα της ύλης. Το ίδιο ισχυρίζονταν οι Πυθαγόρειοι, το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. «Θάνατος», στο Διονυσιακό όργιο, είναι η ιεροτελεστία της μεταστοιχείωσης και η γιορτή της αναγεννημένης ζωής, ενώ η αυτο-αναφορική προφητεία που απηύθυνε αλληγορικά ο Ιησούς προς τους Έλληνες για τον «κόκκο του σίτου που πρέπει να πεθάνει για να δώσει σπόρο» είναι ο θριαμβευτικός απόηχος των Μυστηρίων της Ελευσίνας προς τιμήν του θανάτου της Περσεφόνης.
     Για τον δε Πλάτωνα η φιλοσοφία αποτελεί «σπουδή θανάτου», μύηση της ψυχής στο μυστήριο του θανάτου και προετοιμασία για την ομαλή έξοδο από το σωματικό φορέα. Και μέσω του λαμπρού παραδείγματος του Σωκράτη μάς παρέδωσε τον οδηγό για το πώς πρέπει κάποιος να ζει αλλά και πώς πρέπει να πεθαίνει: πιστός στις ιδέες και στον εαυτό του, χωρίς πίκρα και κακία για αυτούς που τον αδίκησαν, χωρίς φόβο για το θάνατο. Διότι το χάσιμο της αξιοπρέπειας και η απώλεια του «εαυτού» είναι χειρότερα δεινά από το χάσιμο και την απώλεια της ζωής. Και ότι ο «θάνατος» καθαυτός δεν έχει τίποτα το παράλογο ή τρομερό, αντιθέτως αποτελεί μία εκ των ζωτικότερων φυσικών διαδικασιών. 
    Γιατί λοιπόν να διαφοροποιούμε τη Ζωή από τον Θάνατο; Αλλά και γιατί τελικά να διαφοροποιούμε τόσο ριζικά το Αιώνιο από το Εφήμερο; Και αντί να εστιάζουμε στην διαφορά του Είναι από το Γίγνεσθαι γιατί να μην υμνούμε το Είναι του Γίγνεσθαι; Την αιώνια και αμετάβλητη ομορφιά της Μεταβολής και της Εξέλιξης!     
    Μήπως δεν αληθεύει ότι οι άνθρωποι είναι θνητοί θεοί και οι θεοί αθάνατοι άνθρωποι; Ή μήπως δεν ισχύει ότι ακόμα και ο πιο ευδαιμονικός «παράδεισος» μπορεί να καταλήξει ένας μονότονος εγκλωβισμός; Μήπως είναι ψέμα ότι η ψυχή μετά από ένα διάστημα ανάπαυσης εφορμά προς νέες περιπλανήσεις -με οδηγό τη Θεότητα- στον κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων για να επιλέξει τη νέα ενσάρκωση; Ή μήπως δεν φαίνεται πιστευτό πως ολόκληροι «θεοί» αυτοβούλως κατήλθαν στα «χαμηλότερα» επίπεδα για να μοιράσουν φως αλλά και να βιώσουν το πάθος της ζωής; Ότι και οι θεοί αγάπησαν -όχι χωρίς λόγο- τη ζωή, τον κόσμο και τους ανθρώπους!   
    Συμφιλίωση με τον θάνατο δεν σημαίνει ούτε παραίτηση από τη ζωή ούτε παρηγοριά στον άρρωστο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Είναι η συμφιλίωση με την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο! Όποιος γνωρίζει να ζει και να αγαπά γνωρίζει και να πεθαίνει και να αποχωρίζεται, ευτυχισμένος που έζησε και συναισθάνθηκε, χωρίς να νιώθει ότι του ανήκει τίποτα στον κόσμο που γεννήθηκε! 
«Σήμερα λοιπόν είναι μία καλή ημέρα για να πεθάνεις», λέει μία ινδιάνικη ρήση! Ζήσε σαν να τα βλέπεις όλα για τελευταία φορά... ζήσε όμως και σαν να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά! Και εάν πρέπει τελικά να «πεθάνεις» -μεταφορικά ή κυριολεκτικά- και να αποχαιρετήσεις τη ζωή τότε κάντο όχι με πίκρα και φόβο αλλά με ευλογία και χαρά! Σαν τον ταξιδιώτη εκείνον της παραβολής του Βούδδα που τον κυνηγούσε μία τίγρης και εκείνος για να της ξεφύγει πιάστηκε από τη ρίζα μιας άγριας κληματαριάς και ρίχτηκε έξω από το χείλος του γκρεμού! Η τίγρη τον μύριζε από πάνω. Τρέμοντας ο άνθρωπος κοίταξε από κάτω, όπου στο βάθος του γκρεμού μία άλλη τίγρη περίμενε να τον κατασπαράξει! Μόνο η κληματαριά τον συγκρατούσε. Τότε δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο άρχισαν να ροκανίζουν τη ρίζα της κληματαριάς! Ο άνθρωπος ξαφνικά τότε είδε μία λαμπερή φράουλα κοντά του. Κρατώντας γερά την κληματαριά με το ένα χέρι, έκοψε τη φράουλα με το άλλο. Τι γλυκιά που ήταν! 
«Τι γλυκιά που ήταν»... αναρωτήθηκε λίγο πριν φύγει.... και η τελευταία του αυτή σκέψη δεν έμοιαζε με παραίτηση ή μάταιη προσευχή αλλά με αιώνια κατάφαση, μέθεξη και ευγενική αποδοχή του τυχαίου! 
Μακάριοι εκείνοι που έχουν το ζεν όταν πλέον τα πάντα έχουν χαθεί! 
Και μακάριοι εκείνοι που ζουν την κάθε ημέρα σαν να μην τους ανήκει τίποτα! 
ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ


Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Η Στιγμή της Τελευταίας Σκέψης στον Βουδισμό

Ενώ ο Βούδας αντιλαμβανόταν τον Νου ως μια «ροή» ή ένα «ρεύμα» νοητικών συμβάντων (viññānasota), κατοπινοί στοχαστές του abhidhamma πιθανολόγησαν ότι στη πραγματικότητα ήταν μια σειρά από ξεχωριστές στιγμές σκέψης (cittavīthi) που εγείρονται και περνούν με μεγάλη ταχύτητα. 
Αργότερα η θεωρία εξελίχθηκε διατυπώνοντας ότι η σκέψη της τελευταίας στιγμής (cuticitta) ενός ανθρώπου πριν το θάνατό  του θα καθορίσει  την  επόμενη ζωή του. Αυτή η ιδέα υπάρχει στη Theravada και φαίνεται να είναι μια αδικαιολόγητη εξέλιξη των διδασκαλιών του Βούδα και σε αντίθεση με την ιδέα του για το κάμα και την αποτελεσματικότητα της ηθικής. 
Η θεωρία της σημασίας της σκέψης της τελευταίας στιγμής δεν αναφέρεται σε καμία από της ομιλίες του Βούδα και ούτε αργότερα στο Abhidhamma Pitaka. Οι Tipitaka έχουν καταγράψει πολλές περιπτώσεις όπου ο Βούδας συμβούλεψε τους ανθρώπους που πέθαιναν ή ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Εάν η τελευταία σκέψη είναι πραγματικά ζωτικής σημασίας για την μοίρα ενός ατόμου, θα περίμενε κανείς ότι  τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν  οι πιο κατάλληλες  στιγμές για εκείνον να το αναφέρει αυτό, κάτι όμως που ποτέ δεν έκανε. Ούτε το αναφέρει πουθενά αλλού. Στο Mahānāma μία φορά κάποιος εμπιστεύτηκε στον Βούδα το άγχος  του για το θάνατό του σε μια εποχή που ο νους του ήταν στενοχωρημένος και σε σύγχυση, πιστεύοντας ότι το γεγονός αυτό θα τον οδηγήσει σε μια κακή αναγέννηση. Ο Βούδας τον διαβεβαίωσε ότι, επειδή είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναπτύξει την πίστη, την αρετή, την μάθηση, την απάρνηση και την σοφία, δεν είχε λόγο να φοβάται, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε  να συμβεί (SV, 369). 
Η θεωρία για τη σημασία της υποτιθέμενης τελευταίας σκέψης της τελευταίας στιγμής, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μη εξελιγμένη μορφή στο Milindapañha (περίπου τον 1ο αιώνα μ.Χ.), το οποίο λέει: «Αν κάποιος έκανε αδέξια πράγματα για εκατό χρόνια, αλλά κατά τη στιγμή του θανάτου του ο νους ήταν πλήρως στον Βούδα, θα ξαναγεννηθεί ανάμεσα στους θεούς.»(Mil.80). Μέχρι τη στιγμή που το Visuddhimagga συντέθηκε, αυτή η απόκρυφη ιδέα είχε επεξεργαστεί λεπτομερώς και είχε φθάσει να θεωρείται ορθόδοξη (Vis.458-60). Εκτός από το ότι δεν έχει διδαχθεί από τον Βούδα, υπάρχουν πολλά φιλοσοφικά, ηθικά και λογικά προβλήματα στη θεωρία ότι η σκέψη της τελευταίας στιγμής είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για τις συνθήκες της επόμενης ζωής κάποιου. 
Εάν ένας άνθρωπος έχει ζήσει μια σχετικά καλή ζωή αλλά λόγω του άγχους και της  σύγχυσης που προηγείται του θανάτου του, κάνει κάποιες αρνητικές σκέψεις, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, αυτό θα ήταν αρκετό για μια κακή αναγέννηση. Ομοίως, θα μπορούσε κανείς να είχε ζήσει μια ανήθικη και έκλυτη ζωή αλλά να «φύγει» εύκολα και ειρηνικά με αποτέλεσμα να έχει μια καλύτερη αναγέννηση. Αυτό αναιρεί όλη την ιδέα του κάμα, τη διδασκαλία ότι το σύνολο των εκ προθέσεως σκέψεών μας, τα λόγια και οι δράσεις μας, δημιουργούν τις συνθήκες για το μέλλον μας, τόσο σε αυτή τη ζωή όσο και την επόμενη. Επιπλέον, είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε πώς μία ή δύο στιγμές σκέψης, καθεμία με διάρκεια ενός χιλιοστού του δευτερολέπτου (khata), μπορούν να ακυρώσουν τα πολλά χρόνια καλών ή κακών σκέψεων, λόγων  και δράσεων. Αυτή η θεωρία δεν λαμβάνει υπόψη την αιτιώδη συνάφεια. Εάν όλα είναι εξαρτώμενα, και ο Βούδας δίδαξε ότι είναι, τότε η σκέψη της τελευταίας στιγμής πρέπει να εξαρτάται από την αμέσως προηγούμενη προτελευταία, που με τη σειρά της πρέπει να εξαρτάται από την προηγούμενή της και ούτω καθεξής. 
Αυτό σημαίνει ότι κάθε τι που σκεφτόμαστε, λέμε και κάνουμε στο παρόν, θα έχει αντίκτυπο σε ό, τι είναι στο μυαλό μας τη στιγμή που θα πεθαίνουμε. Ως εκ τούτου, δίνοντας έμφαση στη σκέψη της τελευταίας στιγμής δίνουμε υπερβολική σημασία στο αποτέλεσμα και παραμελούμε την αιτία, δηλαδή το πώς κάποιος ζει εδώ και τώρα. Η θεωρία της σκέψης της τελευταίας στιγμής δεν ταιριάζει καλά με άλλα πράγματα που ο Βούδας δίδαξε. Για παράδειγμα, είπε (Α.ΙΙ, 80) ότι η προσπάθεια κάποιου να επεξεργαστεί τις λεπτές και αλληλένδετες λειτουργίες της κάμα (kammavipāka) θα μπορούσε να τον τρελάνει (ummāda). Και όμως η Visuddhimagga περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια αυτό που υποτίθεται ότι συμβαίνει στον νου, λίγο πριν το θάνατο, το παρελθόν κάμα που το κάνει να συμβεί και τις καμικές συνέπειες που θα έχει στην επόμενη ζωή. Το σχόλιο του Βούδα ότι το να σκεφτόμαστε για τις περιπλοκές της κάμα μπορεί να προκαλέσει τρέλα θα πρέπει επίσης να μας κάνει πολύ προσεκτικούς στις θεωρήσεις της Visuddhimagga. 

ΠΗΓΗ :ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΑΤΙΑ

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΡΓΙΩΡΗΣ

Έχουν γραφεί συγγράμματα και χιλιάδες άνθρωποι έχουν μελετήσει το θέμα αυτό. Δυστυχώς η εξωτερική πλευρά δεν κατόρθωσε μέχρι τη μέρα μας να βρει εκείνη την γραμμή, με την οποία θα μπορούσε να φύγει από τη ζωή της ανθρωπότητας αυτό που ονομάζουμε κακό. Για να μπορέσει ο ακροατής να παρακολουθήσει την πορεία της δημιουργίας του ανθρώπου δια μέσου των αιώνων, πρέπει κατά φυσικό λόγο να έχει σπουδάσει εσωτερισμό. Διότι μόνο μέσω του εσωτερισμού θα δοθεί η απάντηση, τι είναι το καλό και το κακό και αν ποτέ θα μπορέσει να εξαλειφθεί από τον κόσμο της μορφής, όπως είναι ο κόσμος ο δικός μας. Για τούτο θα σας πω μία ιστορία πολύ ειπωμένη, για να μπούμε μέσα εις την πραγματικότητα με την μυθολογία. […] (Από την έκδοση)
Ο συγγραφέας Νικόλαος Α. Μαργιωρής (1913-1993} γεννήθηκε στη Σάμο και μικρός στην ηλικία βρέθηκε με τους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε. Παντρεύτηκε τη Λαΐτσα Ν. Παπανδρέου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Τον Ανδρέα και την Κάλλια. Υπηρέτησε την πατρίδα του στον πόλεμο και τιμήθηκε με το Σταυρό του Αγίου Μάρκου δύο φορές.
Στην Αίγυπτο δίδαξε τον Εσωτερισμό και έμεινε μέχρι το 1958, τη χρονιά που ήλθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου δίδαξε από την πρώτη στιγμή της άφιξης του και ταυτόχρονα έγραψε βιβλία, μελέτες, περιοδικό και το εσωτερικό κλειδί. Ανάμεσα στα μεταφυσικά του έργα περιλαμβάνονται: η ”ΔΙΤΟΜΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ”, ο ”ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ”, η ”ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ”, ”ΔΡΑΒΙΔΕΣ 0Ι ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ”, ”ΡΑΤΖΑ ΓΙΟΓΚΑ”, ”ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣΟΦΙΑ” και άλλα.
Υπήρξε Δάσκαλος του Εσωτερισμού (Αποκρυφισμός-Μυστικισμός) και ίδρυσε σαν Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος το ΟΜΑΚΟΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ το 1976, όπου δίδαξε σ’ αυτό τον ”Εσωτερισμό για όλους”.
Ο Δάσκαλος Ν. Μαργιωρής θεωρούσε τη Μεταφυσική, σαν τη μοναδική Αλήθεια και πίστευε πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να την πραγματώσει, όπως την πραγμάτωνε ο πλατωνικός Σωκράτης με τον περίφημο ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΤΟΥ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)